Αναδημοσίευση άρθρου του Βασίλη Παπαστεργίου απο το περιοδικό Εποχή
_________________________________________________________________Για τους αναγνώστες της Εποχής δεν είναι ίσως εντελώς άγνωστα όσα συμβαίνουν στην “πίσω αυλή” της Πέτρου Ράλλη, στην οδό Σαλαμινίας, όπου βρίσκεται η πύλη της Διεύθυνσης Αλλοδαπών και του Τμήματος Ασύλου της Αστυνομίας. Οι δύο πρόσφατοι θάνατοι προσφύγων κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες στο “φονικό χαντάκι” και ο βαρύτατος τραυματισμός ενός άλλου που βρίσκεται σε κώμα έχουν δημιουργήσει ένα κάποιο ενδιαφέρον, παρ'όλο που – επειδή τα θύματα δεν ήταν έλληνες και λευκοί, ούτε καν νόμιμοι μετανάστες– θα πρέπει να ψάξετε πολύ για να βρείτε τις σχετικές ειδήσεις στον ημερήσιο τύπο. Για την τηλεόραση βέβαια ούτε λόγος, έχει άλλες έγνοιες.
Η Διεύθυνση Αλλοδαπών, η Πέτρου Ράλλη όπως λέμε, είναι ο μόνος τόπος στην Αθήνα, αλλά και γενικότερα στην ηπειρωτική Ελλάδα πλην Θεσσαλονίκης όπου γίνεται δεκτή η υποβολή αίτησης πολιτικού ασύλου. Αυτή η πρακτική είναι μία ελληνική πρωτοτυπία που είναι απολύτως προφανές ότι αντίκειται στο πνεύμα των διεθνών συνθηκών που έχει κυρώσει η Ελλάδα για την προστασία των προσφύγων αλλά και στην ελληνική νομοθεσία με την οποία έχουν καταστεί εσωτερικό δίκαιο οι συνθήκες αυτές και οι σχετικές κοινοτικές οδηγίες. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Προεδρικού Διατάγματος 90/2008 που αφορά στο ζήτημα της πρόσβασης στη διαδικασία υποβολής αιτήματος ασύλου, “κάθε υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής έχει δικαίωμα υποβολής αιτήσεως ασύλου. Οι αρμόδιες αρχές παραλαβής και εξέτασης της αίτησης μεριμνούν, ώστε κάθε ενήλικας να μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση, υπό την προϋπόθεση ότι θα παρουσιασθεί αυτοπροσώπως ενώπιον των ως άνω αρχών”. Είναι νομίζω φανερό ότι ο νόμος αναφέρεται σε ακώλυτη και άμεση πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου. Όμως όλα αυτά γίνονται κενό γράμμα μπροστά στην πύλη της οδού Σαλαμινίας.
Εδώ και λίγους μήνες η αστυνομία ερμηνεύει το νόμο ως εξής: κάθε εβδομάδα μία ημέρα και συγκεκριμένα το Σάββατο τα χαράματα κατά τις 6:30 η αστυνομία μοιράζει κάποια αριθμημένα χαρτάκια που την επόμενη εβδομάδα αποτελούν το εισιτήριο για την είσοδο στο Τμήμα Αλλοδαπών προκειμένου να υποβληθεί η αίτηση ασύλου. Χωρίς το μαγικό αυτό χαρτάκι δεν είναι δυνατό να υποβάλει κανείς αίτηση ασύλου. Όλα λοιπόν παίζονται το Σάββατο το χαράματα. Κερδίζεις ή χάνεις και ξανάρχεσαι το άλλο Σάββατο.
Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι τα χαρτάκια είναι λίγα και οι άνθρωποι πολλοί. Όπως είναι πολλοί και οι λόγοι για τους οποίους δεν εξυπηρετούνται όλοι οι πρόσφυγες: κατ'αρχήν, γιατί η ελληνική διοίκηση έχει φροντίσει να δημιουργήσει μια απολύτως συγκεντρωτική διαδικασία αντί να επιτρέψει τη δυνατότητα μίας “αποκεντρωμένης” υποβολής αιτημάτων ασύλου στα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα ή – όπως νομίζω σωστά τίθεται από ορισμένες πλευρές - σε άλλες μη αστυνομικές διοικητικές υπηρεσίες. Αφ'ετέρου γιατί εδώ και πολλά χρόνια και οπωσδήποτε μετά το 2005 δεν έχει θεσπιστεί καμία σοβαρή διαδικασία για τη νομιμοποίηση των χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών που έχουν φέρει στη χώρα μας οι πόλεμοι και η φτώχεια. Γι'αυτό το λόγο ακόμα και οι παράνομοι οικονομικοί μετανάστες αναζητούν στη διαδικασία ασύλου μία – προσωρινή και εν τέλει ατελέσφορη – διέξοδο στο ζήτημα της νομιμοποίησής τους. Ποιος όμως μπορεί να τους κατηγορήσει γι'αυτό;
Η οδός Σαλαμινίας φιλοξενεί ένα αμαξοστάσιο της ΕΘΕΛ, βιοτεχνίες, αποθήκες και μηχανουργεία. Υπό κανονικές συνθήκες δε συναντάς εκεί πεζούς, αλλά μόνο μεγάλα φορτηγά. Όταν περνούν τα φορτηγά, θα πρέπει να προφυλαχθεί κανείς από τα λιμνάζοντα νερά που έχουν σωρευτεί στις μεγάλες λακκούβες του δρόμου. Ο δρόμος είναι αθέατος από την Πέτρου Ράλλη, όπως αθέατοι είναι για το κράτος όσοι πλημμυρίζουν το δρόμο κάθε Παρασκευή βράδυ.
Από την Παρασκευή το μεσημέρι, καθώς η πόλη αρχίζει να ετοιμάζεται για το σαββατοκύριακο, μια ιδιαίτερη κινητικότητα αρχίζει έξω από την πίσω πύλη του Αλλοδαπών. Μικρές παρέες ανδρών από την Ασία και την Αφρική σχηματίζουν μία ουρά που ξεκινά λίγα μέτρα έξω από την πύλη και ακουμπά στη μάντρα του αμαξοστάσιου της ΕΘΕΛ συνεχίζοντας για πολλά – πολλά μέτρα. Η επιλογή των τυχερών που θα πάρουν το Σάββατο το ξημέρωμα το χαρτάκι του ραντεβού θα γίνει από αυτή την ουρά και είναι καλό να είναι κανείς όσο πιο μπροστά γίνεται.
Την Παρασκευή 23 Ιανουαρίου τα μεσάνυχτα βρέχει με το τουλούμι. Στο υπόστεγο της πύλης έχουν κουρνιάσει 50-60 πρόσφυγες. Νομίζει κανείς ότι η βροχή απέτρεψε τον κόσμο. Εμείς είμαστε 15 δικηγόροι της “ομάδας δικηγόρων για τα δικαιώματα των προσφύγων και των μεταναστών”. Στεκόμαστε απέναντι στην ουρά, δε μιλάμε ούτε μας μιλάνε. Ανοίγουμε ομπρέλες και περιμένουμε. Οι αστυνομικοί μας ρωτάμε αν είμαστε δημοσιογράφοι και όταν απαντάμε “δικηγόροι” μας αφήνουν ήσυχους. Ίσως και να σκέφτονται ότι πολλά μπλεξίματα είχε η αστυνομία με δικηγόρους τελευταία, ας μην ασχοληθούν περισσότερο. Η ώρα περνά, ο κόσμος δεν αυξάνεται. Είναι δυνατό; Περπατάμε τη διαδρομή προς το φονικό χαντάκι, κάπου ένα χιλιόμετρο από την πύλη. Ερημιά. Πάμε προς την άλλη κατεύθυνση.
Και ξαφνικά η αποκάλυψη. Περιπολικά, αστυνομικοί και μια δεύτερη ουρά 600-700 ανθρώπων αρκετά μακριά από την πύλη, από την πλευρά όπου η Σαλαμινίας που κατευθύνεται προς Νίκαια. Προφανώς ο φόβος μήπως το “σύνδρομο του χαντακιού” επαναληφθεί, οδήγησε την αστυνομία να στείλει την ουρά στην άλλη πλευρά του δρόμου. Εδώ λοιπόν περιμένουν όσοι κατά την αστυνομία δεν πληρούν τις προϋποθέσεις να καταθέσουν αίτηση. Έρχονται από το Μπαγκλαντές, το Πακιστάν, αλλά και από το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Παρ'ότι τα πράγματα μοιάζουν δυσοίωνα, περιμένουν. Περιμένουν με κουβέρτες και σκούφους για το κρύο, με ομπρέλες για τη βροχή. Περιμένουν καθιστοί σε χαρτόνια στον παγωμένο δρόμο, ακουμπώντας την πλάτη στη μάντρα. Περιμένουν τηρώντας μια αξιοθαύμαστη τάξη μεταξύ τους. Η ουρά δεν παραβιάζεται ούτε αμφισβητείται, ο καθένας έχει ορίσει τη θέση του. Περιμένουν και θα περιμένουν μέχρι τα ξημερώματα μήπως γίνει το θαύμα. Γιατί που και που οι αστυνομικοί με αδιευκρίνιστο σκεπτικό επιλέγουν πέντε - έξι και με βηματισμό παρέλασης τους οδηγούν προς την πύλη. Αυτοί θα περάσουν. Τα μικρά αυτά διαλείμματα συντηρούν την ελπίδα.
Διάθεση για κουβέντα δεν υπάρχει από τους περισσότερους. Είναι φανερό ότι δεν υπάρχουν πολλές ελπίδες, ενώ οι περισσότεροι δεν μιλούν ελληνικά ούτε αγγλικά. Οι περισσότερο κοινωνικοί μας λένε όσα υποψιαζόμαστε. “Έρχομαι εδώ και 3 μήνες”, “έχω έρθει 12 φορές”. Προχωράμε και μετά από 300 μέτρα πέφτουμε σε δεύτερο μπλόκο. Μια άλλη ουρά, κάπου 200-300 άνθρωποι που η αστυνομία έχει αποκλείσει ακόμα πιο μακριά. Έχουν ανάψει μικρές φωτιές για να ζεσταθούν. Είναι όλοι άντρες, είναι σχεδόν βέβαιο ότι δε θα περάσουν. Στα 200 μέτρα υπάρχει ακόμα ένα μπλόκο με 100-150 αποκλεισμένους. Μετά είναι η Πέτρου Ράλλη, τα αυτοκίνητα, ο θόρυβος.
Γυρνάμε στην πύλη. Όσοι και όσες (υπάρχουν και ελάχιστες γυναίκες) περιμένουν έχουν κάπως αυξηθεί . Θα είναι 150 περίπου. Πολλοί έχουν δεμένα με γύψους και επιδέσμους τα χέρια ή τα πόδια τους. Τα τραύματα είναι μάλλον διαβατήρια για την “καλή ουρά”. Πραγματικά ή επινοημένα; ποιος ξέρει, αλλά και ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει γι'αυτό;
Κατά τις 4:30 γυρνάμε στην μεγάλη ουρά των απελπισμένων. Το κρύο έχει δυναμώσει, τα σώματα για να προστατευθούν έχουν πάρει τη στάση των πουλιών, τα κεφάλια έχουν χωθεί μέσα στα μπουφάν και τα πουλόβερ. Λιγοστές κινήσεις, κούραση. Μόνο που και που κάποιος σηκώνεται και πηγαίνει στον τοίχο απέναντι, κατουράει και γυρνά αμίλητος στη θέση του. Οι αστυνομικοί έχουν μπει στα περιπολικά, οι μικρές ομάδες των 5-6 έχουν σταματήσει να προωθούνται. Απελπισία και απαισιοδοξία. Παρ'όλα αυτά κανείς δε φεύγει.
Οι επόμενες δύο ώρες περνάνε δύσκολα. Η εικόνα της ουράς είναι καταθλιπτική. Οι άνθρωποι έχουν ζαρώσει από το κρύο, έχουν κρυφτεί στα μπουφάν τους, έχουν γίνει σκιές στη μάντρα. Ο δρόμος φωτίζεται μόνο από το άσπρο φως των προβολέων των περιπολικών Δεν ακούγεται τίποτα.
Στις 6:30 ξαφνικά τα πράγματα ζωντανεύουν. Στην πύλη ο αρμόδιος υπάλληλος οδηγεί τους τυχερούς της πρώτης ουράς στο εσωτερικό του αλλοδαπών. Χαμόγελα, κάποιοι ήταν πραγματικά τυχεροί απόψε. 300 μέτρα πιο πέρα οι αστυνομικοί βγαίνουν από τα περιπολικά και καλούν τον κόσμο να φύγει χτυπώντας παλαμάκια. “Home!”, “next week!”. Τότε οι ανθρώπινες σκιές σηκώνονται και αφού κουνηθούν λίγο για να ξεπιαστούν, παίρνουν μοιρολατρικά το δρόμο της επιστροφής προς την Πέτρου Ράλλη σχεδόν ανακουφισμένοι που έληξε το μαρτύριο και τούτη τη βδομάδα. Κάποιοι κοντοστέκονται, το συζητούν για λίγο μεταξύ τους, μετά ακολουθούν.
Μπαίνουμε στα αυτοκίνητα. Έχει αρχίσει να ξημερώνει. Οι στάσεις των λεωφορείων της Πέτρου Ράλλη γεμίζουν από τις σκιές που βγαίνουν από την οδό Σαλαμινίας. Περιμένουν το λεωφορείο όπως περίμεναν όλη νύχτα μάταια στην ουρά, όπως περιμένουν μάταια τη νομιμοποίηση. Άλλη μια βδομάδα με το φόβο του αστυνόμου και της σύλληψης, άλλη μια βδομάδα στην παρανομία. Σκιές στην πόλη, που πρέπει να κινούνται γρήγορα και διακριτικά για να ξεφεύγουν από τους ελέγχους και τις ανεπιθύμητες συναντήσεις. Και την άλλη Παρασκευή πάλι εκεί, στην ουρά, στο κρύο και τη βροχή. Σε ποιόν άνθρωπο αξίζει να φέρεται κανείς μ'αυτόν τον τρόπο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου