Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

O Άνεργος

Ο άνεργος είναι αυτός που δεν έχει εργασία. Η ανεργία είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο άνεργος. Έτσι απλά; Ίσως όχι.

(σκέψεις για ιδία χρήση. μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει τον εαυτό του. κι ίσως κάποιος άλλος να αναγνωρίσει το διπλανό του. αυτό και μόνο θα είναι πολύτιμη βοήθεια)

Η ανεργία μοιάζει με καλπάζουσα ασθένεια. Ένα αυτοάνοσο νόσημα. Χτυπάει αθώα σαν μια συνηθισμένη ίωση που θα περάσει, όπως πάντα. Όμως σιγά σιγά βάλλει ζωτικές σου λειτουργίες και όργανα. Και με σταθερό ρυθμό αλλά ωστόσο ανεπαίσθητο σε οδηγεί σε έναν κοινωνικό θάνατο κι έπειτα στον πνευματικό σου θάνατο και λίγο μετά στο φυσικό σου τέλος. Ένα τέλος που έρχεται σα να ήτανε σκοπός. Και η αριστοτελική έννοια του όρου, αποκαθίσταται. Ότι απομένει από εσένα δεν είναι παρά μια ισχνή ανάμνηση. Κι εσύ μόνος να τριγυρνάς σε μια πόλη που δεν γνωρίζεις πια, ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν θυμάσαι πια, ένας ζωντανός νεκρός.

Ο άνεργος δεν είναι αυτός που δεν έχει εργασία ή χρήματα έτσι απλά. Ο άνεργος είναι αυτός που δεν έχει ρόλο στο κοινωνικό σύνολο. Κι αν ανήκει σε αυτούς που είχαν πιστέψει το λόγο του Καζαντζάκη «Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δεν σωθεί, εγώ φταίω» τότε ο άνεργος βρίσκεται πρώιμα αντιμέτωπος με την αποκάλυψη πως τελικά η γη γυρίζει δίχως τη βοήθεια του.

Ο άνεργος είναι αυτός που φίλοι και γνωστοί αρχίζουν μέρα με τη μέρα να τον αποφεύγουν. Οι απλοί γνωστοί γιατί δεν τον έχουν πια ανάγκη. Οι εργαζόμενοι φίλοι αρχικά τον αποφεύγουν από το φόβο πως μπορεί ίσως να ζητήσει βοήθεια που δεν μπορούν να του προσφέρουν. Κι αργότερα τον αποφεύγουν γιατί νιώθουν πως δεν έχουν να πουν πια τίποτα μαζί του. Και οι επίσης άνεργοι φίλοι τον αποφεύγουν όπως τους αποφεύγει και αυτός, για να μην βλέπει ο ένας την εικόνα του εαυτού του στα μάτια του άλλου.

Και κάπως έτσι το τηλέφωνο σταματάει να χτυπά.

Αλλά κι η οικογένεια του κι ο λατρεμένος άλλος στην αρχή τον συμπονά, έπειτα λυπάται, μετά τον απαξιώνει και τέλος δεν τον αναγνωρίζει… ‘’είναι αυτός ο άνθρωπος που γνώρισα;’’ …. θα λέει μυστικά, κι αργότερα φανερά.

Κι όσο η νόσος της ανεργίας χρονίζει, τόσο ο άνεργος απομονώνεται. Τον απομονώνουν αλλά απομονώνει κι ο ίδιος τον εαυτό του. Όχι δεν θέλει να ενοχλεί, δεν θέλει να γίνεται δυσάρεστος. Το ξέρει άλλωστε. Ναι, έχει το στίγμα.

Όχι πως δεν νιώθει τις σιωπές όταν βρεθεί κοντά σε μια παρέα από τα παλιά. Αλλά σιγά σιγά κι αυτές οι παρέες κάνουν πως δεν τον αναγνωρίζουν. Αλλά ούτε κι ο ίδιος τις θυμάται πολύ καλά. Κι έτσι αμφότεροι στρέφουν τα βλέμματα προς την αντίθετη πλευρά.

Κι αν στην αρχή έψαχνε για εργασία και είχε ιδέες, όσο περνά ο καιρός πείθεται για την ανικανότητά του. Η απαξία των άλλων γίνεται και δική του προς τον εαυτό του και δεν έχει πια μήτε την πίστη μήτε την τόλμη.

Φυσικά και μισεί τον εαυτό του. Κι όσο χάνει αγαπημένους και φίλους τόσο περισσότερο μισεί τον εαυτό του. Αυτός φταίει, φυσικά. Αυτός φταίει που δεν έχει δουλειά. Αυτός φταίει που οι άλλοι τον εγκατέλειψαν. Και έχουν δίκιο, τόσο μίζερος και ανίκανος και θλιβερός που είναι.

Φορά τα ίδια ρούχα πια. Κι η κάθε κίνηση είναι μηχανιστική. Σηκώνεται, κάθεται, κοιμάται και ξυπνάει, τρώει, ανοίγει κλείνει την τηλεόραση, ανοίγει κλείνει την εφημερίδα, ανοίγει κλείνει το βιβλίο, ανοίγει κλείνει τον υπολογιστή, ελέγχει τα μηνύματα που δεν έχει … έτσι δίχως λόγο και δίχως να τον αφορά. Το σώμα του μονάχα θυμάται αμυδρά πως κάποτε έτσι έκανε.

Και κάποιες στιγμές δύναμης, εκεί στην αρχή, σκέφτεται πως όχι δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό, όχι, δεν είναι δυνατόν να περάσω όλη τη ζωή μου έτσι σαν να μη υπάρχω, κάτι θα συμβεί, θα αλλάξουν τα πράγματα, πάντα κάτι γίνεται. Αλλά λίγο αργότερα όταν αυτή η στιγμή δύναμης ξαναέρχεται, πιο αδύναμη, αλλά έρχεται, αυτός έτσι απλά τη διώχνει, γιατί πια καλά κατάλαβε πως, ναι, μπορεί, φυσικά και γίνεται να ζήσω όλο το υπόλοιπο της ζωή μου έτσι, σαν να μην υπάρχω.

Κι όταν περπατά στο δρόμο έτσι από συνήθεια, δεν ακούει μήτε βλέπει καλά. Στην αρχή δεν ακούει καλά γιατί ο λόγος του άλλου και η βουή της πόλης δεν τον αφορά. Κι έπειτα όσο οι κραυγές αυτών που μιλάνε στο όνομά του, για το καλό του, κορυφώνονται, τόσο η ακοή του μειώνεται. Κι η όραση του επίσης. Το μόνο που βλέπει πια είναι τη σκιά του εαυτού του να περιφέρεται άσκοπα σαν τη ψυχή του Δάντη στο καθαρτήριο αναμένοντας την ετυμηγορία. Και το μόνο που ακούει είναι, ίσως, τα λόγια του ποιητή…

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη•

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Γιατί σωπαίνω

Επιστρέψαμε στην εποχή των ψιθύρων και των κρυφών βλεμμάτων, στην εποχή του φόβου. Μόνο που τον φόβο δεν τον προκαλούν αυτή τη φορά οι ένστολοι και οχήματα στρατιωτικά, αλλά κάποιοι άλλοι που σου μοιάζουν και μιλάνε στο όνομα της δημοκρατίας.

Επιστρέψαμε στην περίοδο που επιβάλλονται οι σιωπές, οι αρνήσεις και τα ψέματα, μόνο που επιβάλλονται στο όνομα της άριστης δημοκρατίας, της ελευθερίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων , του φτωχού και του ανέργου.

Παλιά ο εχθρός ήταν διαφορετικός από εσένα, τον έβλεπες.

Τώρα σου μοιάζει. Ή μάλλον όχι, τώρα καμώνεται πως είσαι εσύ. Ο πραγματικός σου εαυτός που θα επαναφέρει τον ξεστρατισμένο σου άλλο εαυτό.

Με ρωτάνε γιατί δεν ασχολούμαι άλλο με τα παιδιά εκείνα με τα βλέμματα όλο ελπίδα.

Κι απαντώ πως τότε τα παιδιά αυτά, δίχως χαρτιά, δίχως σπίτι, δίχως πατρίδα ήταν τα μόνα που δεν είχαν φωνή. Τώρα όμως είναι κι άλλοι, είναι πολλοί.

Είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ο συνδικαλισμός αδιαφορεί για αυτούς και οι ίδιοι δεν θεωρούν χρήσιμο να καίνε την Αθήνα φωνάζοντας συνθήματα δάνεια που κάποτε είχαν νόημα αλλά τώρα μένουν κούφια.

Είναι όλοι αυτοί που προσπαθούν να καταλάβουν αλλά δεν τους εξηγούν, που θέλουν να βοηθήσουν αλλά δεν τους αφήνουν, που θέλουν να ελπίζουν αλλά δεν τους το επιτρέπουν.

Αυτοί είναι πλέον οι άνθρωποι χωρίς φωνή, η πλειονότητα των Ελλήνων. Σε αυτούς ανήκω κι εγώ. Για αυτό σωπαίνω. Δεν έχω άλλωστε πια τι να πω.

Συγγνώμη

Αφροδίτη

*Μια απάντηση προς τους φίλους του F/B.

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Eν-δυο, εν-δυο, … κλίνατε προς το πουθενά

«Eν-δυο, εν-δυο, … κλίνατε επ’ αριστερά» … και 25 μαθητές γυμνασίου με ομοιόμορφα ρούχα - λευκό πουκάμισο, γκρίζα γιλέκα και παντελόνια- έστρεψαν δια μιας το σώμα τους αριστερά γυρνώντας την πλάτη στην εξέδρα των επισήμων κατά τη διάρκεια της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου. Τα χαμόγελα περίσσευαν στα πρόσωπα τους καθώς εισέπρατταν τα «Μπράβο ρε, μπράβο» μαζί με πλήθος χειροκροτημάτων.

Eν-δυο, εν-δυο, … κλίνατε επ' αριστερά, οι σαλπιγκταί εις τα δεξιά, έτοιμοι, εμπρός μαρς! ένα-δύο-εν-δυο! Mεταααβολή!... μαρς.

Επίδειξη δύναμης, τελειότητας, πειθαρχίας. «Μπράβο ρε, μπράβο!».

Για μισό λεπτό, όμως. Το απόλυτα συγχρονισμένο «κλίνατε επ’ αριστερά» 20-30 μαθητών γυμνασίου δεν είναι κάτι απλό, δεν μπορεί να γίνει αυθόρμητα, δεν μπορεί έτσι απλά να έχει συμφωνηθεί μεταξύ τους λίγη ώρα πριν την παρέλαση.

Το «κλίνατε επ’ αριστερά» προϋποθέτει σκληρή και επί μακρών προπόνηση του σώματος, εξάσκηση του συνόλου ώστε να λειτουργεί ως μονάδα, και κυρίως σφυρηλάτηση του νου ώστε να επιτευχθεί αυτή η «επίδειξη δύναμης, τελειότητας, πειθαρχίας». Πρώτα ο νους μαθαίνει να πειθαρχεί τυφλά σε εντολές ανωτάτων κι έπειτα το σώμα να τις εκτελεί. «Η τιμή μου είναι η πίστη μου», διακήρυττε ο Χίμλερ, ο αρχηγός των Ες-Ες.

Και καθώς γνωρίζουμε ότι η ώρα της γυμναστικής στα σχολεία είναι η ώρα της κοπάνας, του χαβαλέ, του φλερτ και των κρυφών τσιγάρων στις τουαλέτες, η ερώτηση έρχεται ομαλά: Ποιοί είναι αυτοί που εκπαιδεύουν τα παιδιά μας επί βδομάδες ώστε να επιτύχουν αυτή την «επίδειξη δύναμης, τελειότητας, πειθαρχίας» γυρνώντας την πλάτη στους θεσμούς, γυρνώντας την πλάτη στη δημοκρατία;

Η απάντηση είναι γνωστή.

Όμως, αλήθεια, επιτρέπουν οι γονείς τους συνδικαλιστές της ΟΛΜΕ να ομογενοποιούν και άρα να φασιστοποιούν τα παιδιά μας για την ικανοποίηση συντεχνιακών αιτημάτων; Όχι απαραιτήτως. Ίσως αρκετοί γονείς να διαφωνούν αλλά να μην τολμούν να το εκδηλώσουν από το φόβο των αντιποίνων είτε του καθηγητή κατά του ανυπάκουου μαθητή είτε των πειθαρχημένων συμμαθητών κατά του απείθαρχου. Ίσως και κάποιοι γονείς να μην το έμαθαν ποτέ είτε γιατί ο μαθητής φοβόταν να τους το πει για να μην χαρακτηριστεί ρουφιάνος ή καρφί, είτε γιατί είχε κάνει τον όρκο σιωπής μεταξύ συμμαθητών στρεφόμενος φυσικά κατά των γονιών του.

Κι όλα αυτά συμβαίνουν ως να είναι απολύτως θεμιτά. Διότι ακούμε Κυριακή πρωί στη ΝΕΤ τον κ Παφίλη να λέει ότι «η διακοπή της παρέλασης μας χάλασε (στο ΚΚΕ) την παρέλαση διαμαρτυρίας που είχαν οργανώσει (από το ΚΚΕ) να κάνουν κάποια σχολεία» … Μα αλήθεια, το ΚΚΕ οργανώνει 15χρονους μαθητές για να διαμαρτυρηθούν κατά των δημοκρατικών θεσμών υπέρ συνδικαλιστικών αιτημάτων; Και ομοίως πράττουν και άλλοι καθηγητές που πρόσκεινται στο ΣΥΡΙΖΑ, στο ΛΑΟΣ, στη ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ, στη ΣΠΙΘΑ, ή και στον Ηρακλή και όπου άλλου;

Και στον απόηχο της αποχώρησης του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο κ Γλέζος θριαμβολογεί αναφερόμενος στα «στρατεύματα του λαού» που έδιωξαν το κράτος. Ποια είναι αλήθεια τα «στρατεύματα του λαού»; Διότι εμείς γνωρίζουμε ότι έχουμε τις Ένοπλες Δυνάμεις, «κατάλληλες να ανταποκριθούν στις αρχές της αμυντικής πολιτικής της χώρας». Από πότε οι Ένοπλες Δυνάμεις για την αμυντική πολιτική της χώρας έγιναν «στράτευμα λαού» που αναγκάζουν τη δημοκρατία και τους λειτουργούς της να τραπούν σε άτακτη φυγή, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να φυγαδεύεται με δακρυσμένα μάτια, και τους αντιπροσώπους του Έθνους να ξυλοκοπούνται; Κι αν αυτό δεν λέγεται απόπειρα κατάργησης των συντεταγμένων εξουσιών, πως αλλιώς ονομάζεται;

Φυσικά ο λαός έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση σύμφωνα με την ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος να αντισταθεί «με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία» αλλά ποιος είναι ο λαός και ποιοι ομιλούν εξ’ ονόματός του; Οι οργανωμένες μειοψηφίες και ομάδες συμφερόντων του ΚΚΕ, του ΣΥΡΙΖΑ, τη Χρυσής Αυγής, του ΛΑΟΣ ή οπαδών αθλητικών ομάδων που παρεισφρέουν στα σχολεία υπό τη μορφή της σαλαμοποίησης ή εισοδισμού και εκπαιδεύουν τους μαθητές , τα παιδιά μας, να προβούν σε μια «επίδειξη δύναμης, τελειότητας, πειθαρχίας» για την ικανοποίηση αιτημάτων κάποιου κόμματος, μιας συντεχνίας ή μιας ομάδας εις βάρος του όλου και των ανοργάνωτων πλειοψηφιών;

Σαφώς «ανοργάνωτων» πλειοψηφιών μια και στις δημοκρατίες δεν οργανώνονται οι πλειοψηφίες διότι αν οργανωθούν το πολίτευμα μετατρέπεται σε ολοκληρωτικό. Οι δημοκρατίες ιστορικά είναι αδύναμες μπροστά στις οργανωμένες μειοψηφίες. Κάπως έτσι επιβάλλεται ο φασισμός, μέσω των οργανωμένων μειοψηφιών και των σιωπηλών, ανοργάνωτων και τρομαγμένων πλειοψηφιών.

Και αλήθεια ποιο είναι το διακύβευμα της επανάστασης; Τα μέτρα λιτότητας, η απώλεια κερδών των τραπεζών, η μείωση μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, η υποχρέωση στην καταβολή φόρων, η πάταξη της φοροδιαφυγής και ότι κάποιοι δημόσιοι υπάλληλοι λίγο πριν τη σύνταξη θα οδηγηθούν στην εφεδρεία, ώστε να σωθεί το σύνολο της χώρας και των πολιτών και κυρίως το μέλλον των παιδιών μας; Και αφού αυτό είναι το διακύβευμα, γιατί αμπαλάρεται με την δήθεν άρνηση στην δήθεν εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας; Και για ποια ελευθερία άραγε μιλάμε; Για την ελευθερία στο ρουσφέτι, στη λαμογιά και στην αυτοδικία; Διότι αυτό που διαφαίνεται είναι πως αν ανακοινώνανε σήμερα πως επανέρχονται όλα τα προνόμια των συνδικαλιστών και αυξάνονταν οι μισθοί κατά 50%, με αντάλλαγμα την εκχώρηση κάποιων νησιών στην όποια ξένη δύναμη η απάντηση σας θα ήταν: χμ.. να το δούμε…

Και αν θεωρούμε ότι τα αιτήματα είναι σωστά και πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, ποια απάντηση θα δώσουμε στην ερώτηση: «όταν τα παιδιά μας μάθουν να πειθαρχούν τυφλά στις εντολές των ανωτάτων, ποιος θα είναι ο επόμενος που θα τα χρησιμοποιήσει, για ποιο σκοπό, και εις βάρος ποιών;»

Και πριν δώσουμε την απάντηση, ας ακούσουμε τη φωνή κάποιων ανθρώπων που γνώρισαν τον φασισμό:

«Ο ολοκληρωτισμός έρχεται πάντα από κάτω. Όταν κάποιες οργανωμένες ομάδες επιβάλλονται στις μάζες. Με τον όρο «μάζες» εννοούμε έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων που δεν ενδιαφέρονται για την πολιτική και δεν εμπλέκονται ενεργά εμπλακεί ενεργά.

» Ο ολοκληρωτισμός τρέφεται από την αρνητική αλληλεγγύη μεταξύ ανοργάνωτων μαζών από οργισμένους ανθρώπους που δεν έχουν τίποτα άλλο κοινό παρά μια ασαφή εκτίμηση ότι τα επιφανή μέλη της κοινωνίας είναι απλώς γελοία υποκείμενα και ότι η συντεταγμένη εξουσία είναι ανόητη και διεφθαρμένη.

» Όταν ένα ολοκληρωτικό κίνημα εισβάλει στο κοινοβούλιο περιφρονώντας τον κοινοβουλευτισμό, έχει ήδη πείσει μεγάλο μέρος των πολιτών ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι κίβδηλη και δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του λαού.

» Τα ολοκληρωτικά κινήματα κάνουν χρήση και κατάχρηση των δημοκρατικών ελευθεριών σκοπώντας στην κατάργηση τους» Χάνα Άρεντ, Οι ρίζες του Ολοκληρωτισμού.


Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

Από τη Ναυαρίνου στη Σκουφά μια Ελλάδα δρόμος

Η νέα χαρτογράφηση του «upper»κέντρου της πόλης μας έχει ως* εξής...


● Από την Ιπποκράτους και κάτω έως τη Λ. Αλεξάνδρας είναι τα Εξάρχεια – εκεί επικρατεί η χαλαρότητα αντάμα με τη διηνεκή επανάσταση. Νέες και νέοι με περισσή οργή τρώνε σουβλάκια, πίνουν μπίρες και καταστρώνουν καθημερινώς την αυριανή επανάσταση. Τα ταβερνάκια της περιοχής είναι γεμάτα κόσμο, με τιμές χαμηλές, στωικά χαμόγελα, χιούμορ, μπόλικο φιλοσοφείν και το χύμα κρασί να ρέει. «Κάθε χρόνο και καλύτερα, αυξάνει μεν το ΦΠΑ αλλά αυξάνει κι ο κόσμος» μου λένε κάποιοι μαγαζάτορες, «κι αν δεν τα κάνανε λαμπόγυαλο και κάθε Σάββατο βράδυ, θα ήμασταν ακόμα πιο καλά».



● Από την Ιπποκράτους και πάνω έως τη Βασ. Σοφίας είναι το Κολωνάκι – εκεί βασιλεύει η κατήφεια. Καφέ και bars με καθόλου προσιτές τιμές και τους θαμώνες πεισματικά επίμονους στις πολυτελείς συνήθειές τους να αναλύουν πανικόβλητοι την οικονομική κατάσταση, βέβαιοι για τις εναλλακτικές λύσεις υψηλής πολιτικής που οπωσδήποτε έχουν. Και οι πάλαι ποτέ διανοητές να περιφέρονται απελπισμένοι, έχοντας λησμονήσει θεωρίες και ιδεολογίες. Διότι, μόνο αν ζούμε καπιταλιστικά, διαλογιζόμεθα σοσιαλιστικά. Τριγύρω, μαγαζιά κλειστά, διότι αφενός οι ιδιοκτήτες προτιμούν να ξενοικιάζουν την ιδιοκτησία τους από το να μειώσουν τα δυσθεώρητα ενοίκια και αφετέρου οι μαγαζάτορες προτιμούν να κλείσουν από το να μειώσουν το κέρδος τους… κι ο παραλογισμός να ρέει. Όπως μου εξομολογήθηκε ένας εργαζόμενος σε bar, «τα αφεντικά έχουν τρελαθεί, κλαίνε στους ώμους μας».


● Ανάμεσα σε Εξάρχεια και Κολωνάκι, επί της Σκουφά, οι «νησίδες παραλιακής»! Ημιφωτισμένα clubs με φουσκωτούς στις πόρτες και κυρίες στο PR, κορίτσια όλο κέφι, ηλιοκαμένα, με κόμη κομμωτηρίου, εξεζητημένο ντύσιμο και πανύψηλα τακούνια, αγόρια επίσης ηλιοκαμένα, με ακριβά t-shirts και το πολλών κυβικών αυτοκίνητο στο parking, i-phone, i-pad, μουσική στο τέρμα και τα mojitos να ρέουν. Εκεί επικρατεί το δόγμα: «Κρίση; Ποια κρίση;».


● Κι έτσι όπως ανηφορίζεις από Ναυαρίνου στη Σκουφά και πάλι κάτω δεν είναι λίγες οι φορές που θα συναντήσεις ανθρώπους να ψάχνουν στα σκουπίδια, νέους να επαιτούν, ηλικιωμένους να πουλούν χαρτομάντιλα και ο δρόμος γεμάτος φεϊγβολάν όψιμων σαράφηδων: «Αγοράζουμε χρυσαφικά, όλων των ειδών».


● Κι όμως, αν αυτός ο δρόμος μπορούσε να ενωθεί… αν το υστέρημα του ενός ενωνόταν με το πλεόνασμα του άλλου, αν οι καλές πρακτικές του ενός γίνονταν οδηγός πλοήγησης για τον άλλον, αν οι θεωρίες γίνονταν πράξη, αν αποφασίζαμε ότι είμαστε σε κοινή μοίρα, αν ο ένας στήριζε τον άλλο… τότε πολλά θα ήταν διαφορετικά. Ναι, ξέρω… Ελλάδα.


* Σχετικό link: Athens Voice


Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Με ξένα κόλλυβα

Παλιά η πρακτική ήταν η εξής: σου έλεγαν την τιμή για αγορά προϊόντος ή παροχή υπηρεσίας, ζήταγες έκπτωση και σου αντιπρότειναν την τιμή χωρίς ΦΠΑ, δηλαδή χωρίς απόδειξη. (the second best!)

Πλέον η καθιερωμένη πρακτική είναι να σου λένε απλώς την τιμή δίχως τον ΦΠΑ. Κι αν ζητήσεις απόδειξη, αφού πρώτα σε κοιτάξουν υποτιμητικά και σε ρωτήσουν «τι την θέλεις;» για να απαντήσεις εσύ «συλλέγω αποδείξεις, νέο χόμπι!», σου ανταπαντούν «είναι συν το 23% του ΦΠΑ». Κι αν αντιδράσεις και πεις «ρε φίλε, γιατί δεν μου το είπες από την αρχή;» εισπράττεις ποικίλες απαντήσεις: από το «εγώ να σε βοηθήσω θέλω» και το «σου έκανα φιλική τιμή και παραπονιέσαι;» μέχρι το «και γιατί να τους πληρώνουμε αυτούς;».

Αυτό το τελευταίο το «και γιατί να τους πληρώνουμε;» είναι ιδιαιτέρως διαδεδομένο στα ταξί καθώς μέρα με τη μέρα πληθαίνουν οι οδηγοί που δεν ανοίγουν το ταξίμετρο. Αν τολμήσεις και το επισημάνεις σου λένε στην καλύτερη και πιο σπάνια περίπτωση «αχ το ξέχασα!» και στη χειρότερη και πιο διαδεδομένη, αφού σε ‘‘κόψουν’’ από πάνω ως κάτω με βλέμμα γεμάτο απέχθεια: «και γιατί να τους πληρώνουμε, μαντάμ;».

Ομοίως, στα ΜΜΜ, δεν είναι λίγες οι φορές που θα εισπράξεις το άγριο βλέμμα του συνοδοιπόρου σου όταν κοντοσταθείς για να ακυρώσεις το εισιτήριο καθώς και το μέσα από τα δόντια άκουσμα της ίδιας φράσης: «τι τους πληρώνεις ρε;»

Για τις ταβέρνες, εστιατόρια, καφέ και μπαράκια, η κατάσταση ήταν και εξακολουθεί η ίδια: μην την είδατε την αποδειξούλα… Είτε θα σου φέρουν το χαρτί παραγγελίας είτε μια κάποια απόδειξη με μέρος του ποσού. Κι αν επιμείνεις… θα σου κάνουν τη «φιλική τιμή».

Βέβαια, τι να κάνει και ο απλός πολίτης όταν πρόεδρος κοινοβουλευτικού κόμματος καλεί τα στελέχη του να μην πληρώσουν το φόρο ιδιοκτησίας και αντί αυτού δηλώνει ότι θα δώσει τα χρήματα στον ΚΕΘΕΑ! Διότι αν ήθελε να στηρίξει τον ΚΕΘΕΑ (που σαφώς πρέπει να υποστηριχθεί και από το κράτος αλλά κι από ιδιώτες) θα έδινε το μισθό του κι όχι το φόρο. Δηλαδή θα έδινε τα δικά του χρήματα κι όχι τα δικά μας. Μιας και στην πραγματικότητα ελάχιστα διαφέρει η προσφορά αυτή του πρόεδρου από τον εργαζόμενο που σου τάζει έκπτωση και απλώς σου κόβει το ΦΠΑ, λες κι ήτανε δικός του. Με ξένα κόλλυβα… όσα μνημόσυνα θέλετε.


Φυσικά η όποια συζήτηση μετά την αφοπλιστική ερώτηση «και γιατί να τους πληρώνουμε αυτούς;» διακόπτεται βιαίως διότι είναι ανώφελο να αρχίσεις να εξηγείς ότι οι «αυτοί» είμαστε οι «εμείς», κι ότι αν δεν πληρώνουμε φόρους το κράτος δεν θα έχει έσοδα για μισθούς, συντάξεις αλλά και για το δημόσιο αγαθό, κ.α Εξάλλου, η συζήτηση αυτή πάντα καταλήγει στο: «είσαι με τους προδότες του έθνους ε;» Α ναι, η απαίτηση για απόδειξη έχει εσχάτως ταυτιστεί με εθνική προδοσία.

Βέβαια, ο αυτοαπασχολούμενος έχει ένα δίκιο το οποίο αποδίδεται με την απλή απάντηση που εισπράττουν όσοι εμπλέκονται στις συζητήσεις περί αποδείξεων: «αν σου ζήταγα τον ΦΠΑ θα πήγαινες στον άλλο που δεν θα ζήταγε το φόρο». Πράγματι. Γι’ αυτό και είναι στο χέρι μας, στο χέρι του καταναλωτή να αλλάξει αυτή η κατάσταση αρκεί να γίνει αντιληπτό ότι εδώ που φτάσαμε δεν έχει πιο κάτω και ότι για να αρχίσει να αντιστρέφεται το κλίμα και ο ζόφος πρέπει να κάνουμε όλοι μαζί αυτή τη μεγάλη προσπάθεια. Εξάλλου είναι γνωστό ότι όποιος κάνει με ξένα κόλλυβα μνημόσυνο, δεν μας φέρνει παρά λίγο ακόμα πιο κοντά στο δικό μας μνημόσυνο... της χώρας μας, του γείτονά μας, του εαυτού μας.

Γιατί εκτός όλων των άλλων κινδυνεύει να συμβεί και κάτι ακόμα σε αυτή τη χώρα: να χωριστούμε σε αυτούς που είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους και σε αυτούς που δεν είναι… και από τέτοιου είδους συρράξεις, αρκετά έχουμε υποφέρει.

Οι «αυτοί» είμαστε «εμείς».

__________________

* Σχετικό link: Protagon 9/10/2011

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Μια φωτογραφία, δύο αναγνώσεις….

Μια πρώτη ανάγνωση της φωτογραφίας είναι ότι οι άστεγοι βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση λόγω των φονικών τραπεζών… και το καταγγέλλει η ΝΑΡ

Μια δεύτερη ανάγνωση όμως είναι πως την ώρα που η Αριστερά ασχολείται με την υψηλή πολιτική και τάσσεται κατά των τραπεζών , του ΝΑΤΟ, της ΕΟΚ και άλλων μεγάλων εχθρών, τριγύρω μας υπάρχουν άνθρωποι που χρειάζονται όχι μεγάλα λόγια και συνθήματα αλλά τη βοήθεια μας, κανονική βοήθεια - ένα σπίτι, ένα πιάτο φαί, μια κουβέρτα, ένα φιλικό χέρι, μια κάποια εργασία για να μπορέσουν να κερδίσουν τη χαμένη αξιοπρέπεια…

Διαλέξτε εσείς την ανάγνωση ...

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Η Εθνική μας οντισιόν

Στις αρχαίες τραγωδίες του Αισχύλου και του Σοφοκλή, ο ήρωας έχοντας διαπράξει την ύβρι, το ανώτατο αμάρτημα, θα λυτρωθεί μόνο αντιμετωπίζοντας την αποκάλυψη της αλήθειας, κι αυτή ακριβώς η διαδικασία συνιστά την κάθαρση. Κλασσικό παράδειγμα είναι ο Οιδίπους Τύραννος: ο Οιδίποδας αφού δεν σεβάστηκε το λόγο του Τειρεσία όταν ο τελευταίος του αποκάλυψε ότι ο ίδιος είναι ο φονιάς που αναζητεί και κατηγόρησε τον μάντη ότι τα λέει αυτά επειδή εποφθαλμιά το βασίλειο του (η ύβρις), η λύτρωση του αλλά και του γένους του έρχεται με την αποκάλυψη της αλήθειας (η κάθαρση).

Κατόπιν ήρθε ο Ευριπίδης, εισάγοντας έναν πρώιμο μοντερνισμό. Το βασικό πλέον χαρακτηριστικό των αρχαίων τραγωδιών είναι ο «από μηχανής θεός». Όταν η εξέλιξη της πλοκής φτάνει σε αδιέξοδο και οι ήρωες δεν έχουν παρά να αντιμετωπίσουν τη ζοφερή πραγματικότητα, άξαφνα, εκείνο το τελευταίο λεπτό πριν από την τιμωρία, εμφανίζεται ο από μηχανής θεός και δίνει την ακοπίαστη λύση. Κλασσικό παραδείγματα η Ηλέκτρα του Ευριπίδη: αφού ο Ορέστης δολοφονήσει την μάνα του, την Κλυταιμνήστρα, εμφανίζονται ως από μηχανής θεοί οι Διόσκουροι και τον προστάζουν να πάει στην Αθήνα για να τον προστατεύσει η θεά Αθηνά από τις τύψεις (Ερινύες) μια και για το φονικό δεν ευθύνεται ουδείς άλλος από την κακή προσταγή που έδωσε ο Απόλλωνας στον Ορέστη. Τέλος καλό όλα καλά.


Ο σύγχρονος Έλληνας ενσωμάτωσε πλήρως την ευριπίδεια τραγωδία. Και πως αλλιώς; Αφού για άλλη μια φορά είμαστε σε ελεύθερη πτώση και με κραταιά πεποίθηση αναμένουμε τον από μηχανής θεό. Το 2009 για το ρόλο αυτό επιλέχθηκε ο Γιώργος Παπανδρέου («λεφτά υπάρχουν») – λες και δεν γνωρίζαμε όλοι μηδενός εξαιρουμένου ότι τα περίφημα λεφτά δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν. Σήμερα κατά πως φαίνεται στην εθνική μας οντισιόν κερδίζει τις εντυπώσεις ο Αντώνης Σαμαράς. Δίχως βέβαια να θεωρούνται υποδεέστερες και οι ερμηνείες των Παπαρήγα και Τσίπρα, αλλά για περιφερειακές παραστάσεις. Για Επίδαυρο μάλλον θα πάμε με Σαμαρά. Εξάλλου και ο ίδιος στην πολύωρη ομιλία του στη ΔΕΘ επικαλέστηκε ουκ ολίγες φορές το θεό: «θα τα καταφέρουμε με τη βοήθεια του θεού» και ποιόν άλλο θα μπορούσε να εννοεί πέραν του από μηχανής; Ενώ η συνέντευξη Τύπου την επομένη δεν φειδόταν ατακών, ελαφρού ρεπερτορίου όπως το περίφημο «Είπαν ότι θα βάλουν πάτο στο βαρέλι, αλλά μας έφυγε ο πάτος!» καθώς και κλασσικών φρούδων υποσχέσεων: «Μετά τις εκλογές, θα πείσω την τρόικα για τις προτάσεις μας και δεν θα χάσω δόση»



Θαρρώ όμως πως ήρθε η ώρα να αλλάξουμε ρεπερτόριο ως Έθνος. Ίσως θα έχει νόημα να στραφούμε προς τον Αισχύλο και να αναζητήσουμε την αλήθεια. Τη δική μας αλήθεια που δεν είναι άλλη από το ότι λεφτά ούτε υπήρχαν ούτε υπάρχουν ούτε θα υπάρξουν αν δεν κάνουμε εμείς οι ίδιοι κάτι για αυτό. Και πως έχουμε ευθύνες για την κατάσταση της χώρας είτε δια πράξεως είτε δια παραλείψεως: γιατί δεν ήμασταν ενεργοί πολίτες, γιατί δεν σεβαστήκαμε τη ψήφο μας, γιατί κάναμε τα στραβά μάτια, γιατί είχαμε υιοθετήσει το δόγμα «δεν βαριέσαι» κ.α Επίσης να δεχθούμε πως οι περίφημες θυσίες ακόμα δεν έχουν γίνει. Ναι, ζούμε σε ένα κλίμα τρομοκρατίας που δηλητηριάζει κάθε μας στιγμή αλλά οι θυσίες ακόμα δεν έλαβαν χώρα, παρά μόνο από τους πιο αδύναμους. Και ας μην κατηγορούμε τις κυβερνήσεις για αυτό. Στις δημοκρατίες οι νόμοι δεν επιβάλλονται. Στις δημοκρατίες οι νόμοι υπακούονται. Όταν ένα μέτρο δεν εφαρμόζεται από την κοινωνία που αλλού θα μπορούσε να οδηγήσει παρά στην επιβολή ενός νέου μέτρου ακόμα πιο άδικου για τις αδύναμες ομάδες κοκ, και εν τω μεταξύ η ελεύθερη πτώση συνεχίζεται. Το κίνημα του «δεν πληρώνω», οι βίαιες απεργιακές κινητοποιήσεις των ταξί αλλά και η παρούσα στάση της ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ, είναι ενδεικτικά παραδείγματα.


Είναι ώρα λοιπόν, η έσχατη ώρα, να αποχωριστούμε τα ευριπίδεια happy end διαφορετικά, αν δηλαδή συνεχίσουμε στο ίδιο ρεπερτόριο καλό είναι να γνωρίζουμε ότι ο μεγάλος συγγραφέας εκτός από τις πιο ανώδυνες τραγωδίες έχει γράψει και το ύψιστο δράμα, τις Βάκχες, και αυτό το έργο δεν θα θέλαμε να το ανεβάσουμε:


Στόματα χωρίς σιωπή
Αφροσύνη και ανομία
Όλων σας μοίρα κοινή
Το τέλος δυστυχία
(…)
Ο σοφός δεν είναι σοφός
Και το σύνορο του ανθρώπου γκρεμνός
Ο χρόνος βραχύς
Και αυτός που τα μεγάλα κοιτάζει
Χάνει τα μικρά. Τα εδώ της ζωής
Η αμέλεια των θνητών με τρομάζει
(…)
Εκείνα που ήταν να γίνουν δεν έγιναν ποτέ,
Κι αυτά που γίνονται. Δεν ήταν για να γίνουν.

Σιωπή. Σιωπή*.

(* Αποσπάσματα από τα χορικά των Βακχών του Ευριπίδη σε μετάφραση Γιώργου Χειμωνά)

* Δημοσιεύεται στο Protagon

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

Από την Καμπότζη στην Καλλιθέα

Στα μέσα της δεκαετία του ’80 το διαβόητο καθεστώς του Πολ Ποτ συνήθιζε να διώκει τους ανθρώπους που φορούσαν γυαλιά, ως ενδεικτικό εξωτερικό χαρακτηριστικό μορφωμένου και άρα επικίνδυνου για το πολίτευμα ανθρώπου.


Κι όμως, 35 χρόνια αργότερα, στην καρδιά της Αθήνας, στη Καλλιθέα, νωρίς το πρωί, ένας εργαζόμενος θα δεχθεί επίθεση από 5 άτομα επειδή φοράει γυαλιά και είναι μαύρος. Πράγματι, η διαφορά μεταξύ Καμπότζης του 1975 και Καλλιθέας του 2011 είναι ότι στη δεύτερη περίπτωση δεν είναι γενικώς κατά όσων φορούν μυωπικά γυαλιά αλλά όσων είναι μαύροι μύωπες. Βέβαια, καλό είναι να μην εφησυχαζόμαστε διότι η Ιστορία διδάσκει πως δεν αργεί να έρθει και η δική μας ώρα…


Τα γεγονότα έχουν λίγο πολύ ως εξής:


Ο Άνταμ Ζιάντ από το Σουδάν, γενικός γραμματέας της κοινότητα προσφύγων από το Νταρφούρ, κάτοχος κάρτας αιτούντα άσυλο, γνωστός για τις θετικές δράσεις του στο κέντρο της Αθήνας, τη συνεργασία του με κάθε σύλλογο, ένωση, θεσμικό φορέα, ΜΜΕ με σκοπό την ανάδειξη των προβλημάτων των προσφύγων στην Ελλάδα αλλά και στις ιδιαίτερες πατρίδες τους και την αρωγή των Αρχών στην συνεργασία τους με περιθωριοποιημένες κοινότητες, την ενημέρωση και υποστήριξη των ίδιων των προσφύγων ώστε να μην καταφεύγουν στην παραβατικότητα και στη διακίνηση ή χρήση ναρκωτικών και άλλα πολλά.


Ο Άνταμ Ζιάντ, στις 9 το πρωί της Δευτέρας, καθοδόν για την δουλειά του σε εταιρεία κινητής τηλεφωνίας δέχθηκε επίθεση από πέντε αγνώστου ταυτότητας πρόσωπα, φαινομενικά έλληνες- ο ένας εκ των οποίων ήταν γυναίκα. Αφού τον πλησίασαν, του άρπαξαν τα γυαλιά μυωπίας από το πρόσωπο ενώ του απηύθυναν εύλογα ερωτήματα τύπου «τι τα θες τα γυαλιά ρε αράπη» κτλ. Λογικότατο! Τι να θέλει τα γυαλιά ένας αράπης;


Όταν ο Άνταμ προσπάθησε να πάρει πίσω τα γυαλιά του άρχισαν να τον χτυπούν, κι όταν κουράστηκαν από την πρωινή γυμναστική αποχώρησαν. Ο Άνταμ ζήτησε τη βοήθεια των εποχούμενων αστυνομικών. Το παρέπεμψαν στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής και το αστυνομικό τμήμα της περιοχής στη ΓΑΔΑ και πάει λέγοντας.Και φυσικά θα είναι άλλη μια υπόθεση που θα ξεχαστεί, αν το επιτρέψουμε.


Προφανώς σε περιόδους οικονομικής κρίσης, ουδείς ενδιαφέρεται για τους αδύναμους κρίκους, πόσο μάλλον για τους αλλοδαπούς «κρίκους», καθώς εκτιμούμε ότι είμαστε όλοι εν δυνάμει αδύναμοι κρίκοι. Και πράγματι είμαστε. Για αυτό και είναι υψίστης σημασίας να σταματήσει τώρα αυτός ο κύκλος βίας. Γιατί η Ιστορία διδάσκει πως η ρατσιστική βία δεν είναι επιλεκτική, αλλά καθολική και αργά ή γρήγορα θα γίνουμε όλοι θύματα αυτών που επικαλούνται όποια αρτιότητα και ανωτερότητα εθνική, φυλετική, έμφυλη, επαγγελματική, κοινωνική, κοκ., και κραδαίνοντας μια σημαία, όποια σημαία, επιβάλλουν δια της βίας το νόμου του ισχυρού, πάντα για να κρύψουν τις δικές τους αδυναμίες.


Και δυστυχώς το περιστατικό αυτό στην Καλλιθέα δεν είναι ούτε μεμονωμένο ούτε τυχαίο.


***

Δημοσιευεται στο Protagon


Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Αμαρτίες γονέων και η επανεφεύρεση του Άη Βασίλη

«Καλημέρα και καλή εβδομάδα ..και καλή χρονιά στους μαθητές με μια συμβουλή: μην ακούτε τις γκρίνιες των μεγάλων, προχωρήστε μπροστά, όλος ο κόσμος σας ανήκει!» ήταν το σχόλιο εχθές το πρωί σε σελίδα του FaceBook. Κι όμως αυτό το σχόλιο, τόσο απλό και τόσο κοινότυπο, ήταν αρκετό να προκαλέσει την αντίδραση των μεγάλων!


Τα σχόλια που ακολούθησαν, ποικίλα. Σταχυολογώ: η Ελλάδα ξεπουλήθηκε, δεν έχουν βιβλία, δεν έχουν δασκάλους, θα είναι στην φτώχεια, δεν θα βγουν ποτέ στη σύνταξη, η ανεργία έφτασε το 36%, πρέπει να αντιδράσουμε… και άλλα παρόμοια.


Μα αυτό είναι το όραμά μας; Να κάνουμε τα παιδιά μας κατ’ εικόνα και ομοίωσή μας; Να τους μεταλαμπαδεύσουμε τη γκρίνια, τη μιζέρια, την κατήφεια; Να τους διαλύσουμε το δικαίωμα στο όνειρο, στον έρωτα, στην υπέρβαση; Να αγωνιούν για τη σύνταξη τους από την ηλικία των 13; Να τους μάθουμε να πετάνε πέτρες, να σκίζουν τα (δωρεάν) βιβλία, να καίνε αυτοκίνητα, να δέρνουν τους καθηγητές, να καταστρέφουν το πανεπιστήμιο, να δίνουν τη ψήφο τους στη ΔΑΠ ή ΠΑΣΠ ή σε όποια άλλη για να τους περάσει το μάθημα κι έπειτα για να βρουν μια δουλειά στο Δημόσιο για να «κάθονται», να μουντζώνουν τη Βουλή, να μην σέβονται τους νόμους, να γερνάνε πριν την ώρα τους ... Κι όλα αυτά επειδή εμείς αποτύχαμε. Όχι η όποια κυβέρνηση. Αυτό είναι ασήμαντο. Εμείς αποτύχαμε, ηθικά. Την δική μας ηθική παρακμή καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τώρα κι όχι την όποια κυβερνητική ανικανότητα. Εμείς μεταμορφωθήκαμε σε μια νύχτα από μια κοινωνία ανθρώπων σε μια βουλιμική κοινωνία ατόμων, δίχως οράματα, δίχως μνήμες, δίχως Ιδέες, δίχως σεβασμό στην ίδια μας την ύπαρξη. Σε μια κοινωνία όχι ευφυών αλλά εξυπνάκηδων.


Και πριν απαντήσουμε με υπερηφάνεια «Ναι, αυτό θέλουμε» ας λάβουμε υπόψη ότι όλα αυτά έχουν την εξής μία, και καμία άλλη, κατάληξη: να μαχαιρώσουν μια μέρα τους γονείς τους και να κραυγάσουν Heil Hitler. Η συνταγή είναι δοκιμασμένη.


*Για αυτό παιδιά, μην μας ακούτε και μην ξεχνάτε… ακόμα κι αν δεν υπάρχει Αη Βασίλης, θα τον εφεύρετε

***

(δημοσιεύετε στο Protagon)

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2011

Ο Μπρέιβικ, ο Άιχμαν και οι δραματικές φάρσες της ιστορίας

Παρακολουθώντας τις αποκαλύψεις σχετικά με το φρικιαστικό έγκλημα στην Νορβηγία οι αντιστοιχίες με προφίλ άλλων διαβόητων «κακών» είναι δύσκολο να αποφευχθούν.

Ο ψυχρά επαγγελματικός τρόπος με τον οποίο εκτέλεσε ο Νορβηγός Μπρέιβικ το διπλό έγκλημα, μας φέρνει στο μυαλό την απολογία του Άντολφ Άιχμαν – διαβόητου στέλεχος των SS, επιφορτισμένου με τη μεταφορά των Εβραίων στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης- όπως την κατέγραψε η Χάννα Άρεντ στο βιβλίο της «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ».


Ο Άιχμαν κατά την απολογία του δικαστήριο δεν είχε την όψη του διαβόλου (devil) όπως περίμεναν όλοι να αντικρίσουν, αλλά, όπως γλαφυρά γράφει η Άρεντ: «Όλοι μπορούσαν να δουν ότι αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν τέρας αλλά κλόουν»*. Εξ ου και ο υπότιτλος του βιβλίου: «Μια έκθεση για την κοινοτοπία του κακού» (A report of the banality of Evil).

Ο Άιχμαν δεν είχε τίποτα προσωπικό κατά των Εβραίων, αντιθέτως, όπως γράφει η Άρεντ «είχε πολλούς προσωπικούς λόγους για να μην είναι κατά των Εβραίων» υπονοώντας την Εβραία συγγενή της μητέρας του με την οποία είχε καλές σχέσεις. Έτσι και ο Μπρέιβικ δεν είχε τίποτα προσωπικό κατά των μουσουλμάνων ή των παιδιών και των στελεχών του εργατικού κόμματος που δολοφόνησε. Αντιθέτως, ο για πολλά χρόνια καλύτερος του φίλος ήταν μετανάστης μουσουλμάνος και οι γονείς του άνηκαν στο εργατικό κόμμα.

Ο Μπρέιβικ, σύμφωνα με μαρτυρίες των φίλων του, ήταν έξυπνος και πρόσχαρος και τους έκανε να γελάνε. Αντιστοίχως, ο Άιχμαν ήταν «ένας ιδανικός πατέρας και σύζυγος, ένας άνθρωπος με θετικές απόψεις».

Ο Άιχμαν στην απολογία του τονίζει με ιδιαίτερο ζήλο την καλή κοινωνία (good society) με την οποία βρέθηκε να συνομιλεί ισότιμα όταν ανέλαβε την αποστολή για τη μεταφορά των Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και, σύμφωνα με την Άρεντ, ήταν η κρίσιμη στιγμή κατά την οποία η συνείδησή του αποσύρθηκε ή μάλλον «άρχισε να μιλά με τη φωνή της ευυπόληπτης κοινωνίας». Και ο Μπρέιβικ στο μανιφέστο του τονίζει ότι πήρε το βάπτισμα στο βίαιο εξτρεμισμό κατά τη συνάντηση των Ναϊτών του Λονδίνο το 2002 στην οποία ήταν το νεαρότερο μέλος ενώ τα υπόλοιπα μέλη «δεν ήταν οι τυπικοί, μη προνομιούχοι ρατσιστές σκίνχεντ, αλλά επιτυχημένοι επιχειρηματίες, πολιτικοί ηγέτες, οικογενειάρχες, Χριστιανοί συντηρητικοί άλλα και αγνωστικιστές ακόμα και άθεοι»… η καλή κοινωνία, επίσης.

Όπως ο Άιχμαν παραδέχθηκε τα εγκλήματά του δηλώνοντας, όμως, ότι δεν ήταν ένοχος ενώπιον του νόμου καθώς ότι διέπραξε το διέπραξε στο νομικό πλαίσιο του ναζιστικού κράτους, και ότι ο ίδιος «ήταν απλώς νομοταγής πολίτης που εκτελούσε εντολές του Χίτλερ και των ανωτέρων του». Έτσι κι ο Μπρέιβικ παραδέχεται τις πράξεις του αλλά δηλώνει αθώος καθώς ότι διέπραξε το διέπραξε για να σώσει «την Ευρώπη από την επικράτηση των μουσουλμάνων», όπως φέρεται να έχει πει στο δικαστήριο. Η σωτηριολογική αίσθηση καθήκοντος και το έγκλημα υπακοής (crime of obedience) είναι ευκρινή και στις δύο περιπτώσεις. Εξάλλου και ο Γκέμπελς, στον οποίο καταφεύγει ο Άιχμαν στην απολογία του, δήλωνε ότι ο πόλεμος ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου των Γερμανών που είτε θα εξολόθρευαν τους εχθρούς τους (τους Εβραίους) είτε θα εξολοθρεύονταν (από τους Εβραίους). Κάπως έτσι και ο Άντρες. Για το καλό όχι μόνο της Νορβηγίας αλλά και όλης της Ευρώπης διέπραξε τα εγκλήματά του, που δεν ήταν παρά το αναγκαίο τίμημα για τη σωτηρία μας.

Η Άρεντ τέλος αναρωτιέται αν η περίπτωση του Άιχμαν είναι «ένα ζήτημα αυτό-εξαπάτησης σε συνδυασμό με εξωφρενική ηλιθιότητα ή απλώς μια περίπτωση ενός δια παντός αμετανόητου εγκληματία που δεν δύναται να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα καθώς ο ίδιος έχει γίνει μέρος του εγκλήματος του;» Για να καταλήξει ότι καμία ποινή δεν θα μπορούσε να είναι αρκετή για τον Άιχμαν μια και οι πράξεις του δεν εμφορούνταν από μίσος, αντισημιτισμό ή κάποιο παγκόσμιο κακό, αλλά «απλώς δεν είχε συνείδηση» (thoughtlessness).

Βέβαια δεν μπορώ παρά να παραδεχτώ ότι ακόμα και το άρθρο αυτό φαίνεται να μου υπαγορεύει ο ίδιος ο Μπρέιβικ: «Θα με χαρακτηρίσουν ως το μεγαλύτερο ναζιστικό τέρας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», γράφει στο μανιφέστο του. Αυτή ακριβώς ήταν και η περίφημη ρήση του Γκέμπελς: «Θα μείνουμε στην ιστορία ως οι σπουδαιότεροι άντρες ή οι μεγαλύτεροι εγκληματίες»…

***

Ο Άιχμαν κρεμάστηκε. Ο Μπρέιβικ μάλλον θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του σε μια φυλακή ωσάν μάρτυρας, πεπεισμένος για την ανωτερότητα και αναγκαιότητα της πράξης του. Υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους δύο εγκληματίες. Ο Άιχμαν συνελήφθη και δικάστηκε αφού είχαν εκτελεστεί 17 εκ Εβραίοι, Ρομά και άλλες μειονοτικές ομάδες. Ενώ ο Μπρέιβικ και οι ομοϊδεάτες του είναι μόλις στην αρχή, με 80 νεκρούς απολογισμός, μιας πράξης ενός έργου που έχει ξαναπαιχθεί στο παρελθόν. Έχει δε ενδιαφέρον ότι και οι Εβραίοι θεωρούνταν παράνομοι μετανάστες (illegal migrants).

Και αν για τον Άιχμαν η δίκη αφορούσε την ικανοποίηση των επιζώντων, για τον Μπρέιβικ δεν αυτό μόνο το ζήτημα. Η διαχείριση του μύθου του έχει πολύ μεγάλη σημασία για το μέλλον της Ευρώπης. Όπως άλλωστε τονίζει ο σπουδαίος αναλυτής του φασισμού Πάχτον στο άρθρο του «Πέντε στάδια Φασισμού»: «Ο αυθεντικός φασισμός στη Δυτική Ευρώπη θα είναι κοσμικός και κατά των μουσουλμάνων».

Η ιστορία, ναι, επαναλαμβάνεται ως φάρσα, αλλά πάντα με τις ίδιες ολέθριες συνέπειες για την ανθρωπότητα.

Ας κάνουμε επιτέλους κάτι πριν να είναι πολύ αργά, αν δεν είναι ήδη.

***

* Τα αποσπάσματα σε εισαγωγικά σχετικά με το Άιχμαν προέρχονται από το βιβλίο της Χάννα Άρεντ «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ».


Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

Η Ελλάδα και η Κίτι

H Ελλάδα ήταν μια χώρα γενικά χαμηλής εγκληματικότητας και γι’ αυτό άλλωστε η ανοχή στη μικρο-παραβατικότητα και η αποστροφή προς την αστυνόμευση εξακολουθούν και είναι εθνικά χαρακτηριστικά μας. Κάμερες παρακολούθησης, προληπτικοί έλεγχοι, συστήματα φύλαξης… ήταν, και ορθώς, απαγορευμένες πρακτικές.


Όμως, τελευταία, η κατάσταση έχει αλλάξει. Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η Ελλάδα πλέον δεν είναι η ασφαλής χώρα που ξέραμε. Η εγκληματικότητα, και μάλιστα σε επίπεδο στυγερών ανθρωποκτονιών, έχει αγγίξει ασυνήθιστα για τη χώρα μας υψηλά επίπεδα. Οδηγοί ταξί που μαχαιρώνουν παιδιά, αλλά και οδηγοί ταξί που ξυλοκοπούνται μέχρι θανάτου, οικογενειάρχες που σφάζονται, ψιλικατζήδες, περιπτεράδες, πράκτορες Προπό που πυροβολούνται με καλάσνικοφ, μολότοφ που εκτοξεύονται σε λαϊκές αγορές, ρατσιστικά εγκλήματα, εγκλήματα μίσους, αλλά και τρομοκρατικά χτυπήματα… και άλλα πολλά.

Οι λόγοι αύξησης της εγκληματικότητας ποικίλουν: αναποτελεσματική, ανεπαρκής, άδικη, διαφθαρμένη αστυνομία/δικαιοσύνη, οικονομική κρίση, κρίση αξιών, κοινωνική κρίση, διάρρηξη κοινωνικού ιστού, ανομία, μετανάστες… όλα αυτά μαζί και τίποτα από όλα αυτά. Ενώ δεν είναι καθόλου κατανοητό πώς περάσαμε από τη χαμηλή στην υψηλή εγκληματικότητα εν μία νυχτί, δίχως δηλαδή τη συνήθη σταδιακή κλιμάκωση.

Φυσικά η δημόσια ρητορική περιορίζεται στο ότι για όλα φταίνε οι μετανάστες… Όμως οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουμε πολύ καλά ότι αφενός η εξήγηση δεν είναι ούτε τόσο απλή ούτε τόσο μονοσήμαντη και αφετέρου ότι η ενοχοποίηση μιας πληθυσμιακής ομάδας δεν συνιστά αντιμετώπιση του προβλήματος. Η ρητορική αυτή έχει μεν ως αποτέλεσμα να φέρει ίσως κάποιες ψήφους παραπάνω σε συγκεκριμένα πολιτικά σχήματα… όμως δεν σώζει τις ζωές μας.

Από τους παραπάνω λόγους υπάρχει ωστόσο ένας που έχει σημασία να εξετάσουμε: η διάρρηξη του κοινωνικού ιστού. Πρόκειται, βέβαια, για έναν όρο που «πάει με όλα». Κάθε τι που συμβαίνει αποδίδεται σε αυτή την περίφημη διάρρηξη. Στην πράξη, όμως, τι σημαίνει; Θα αποδίδαμε τον όρο ως απώλεια του άτυπου έλεγχου – της γειτονιάς, αυτού του ενός βλέμματος τριγύρω.

Στην εγκληματολογία υπάρχει ένα περιστατικό του 1964 που ταρακούνησε την κοινή γνώμη όσο τίποτα άλλο και εξακολουθεί και μελετάται στα αμφιθέατρα. Πρόκειται για την περίφημη υπόθεση της Κίτι Τζινοβίζ (Kitty Genovese case). Η Κίτι, ένα κορίτσι 28 χρονών, επιστρέφοντας από τη δουλειά της το βράδυ της 13ης Μαρτίου του 1964 μαχαιρώθηκε θανάσιμα έξω από το σπίτι της, σε μια γειτονιά στο Queens της Νέας Υόρκης, από έναν κατά συρροή δολοφόνο. Η υπόθεση δεν θα είχε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον εάν ο αρχισυντάκτης των «ΝΥ Times» δεν είχε ανακαλύψει και αποκαλύψει ότι το κορίτσι δεχόταν μαχαιριές επί μισή ώρα, ότι ο δολοφόνος έφυγε και επέστρεψε δύο φορές για να ολοκληρώσει τη δουλειά του (αφού τη μαχαίρωσε αρκετές φορές, τη βίασε και έπειτα συνέχισε να τη μαχαιρώνει) και ότι την ώρα που διαδραματίζονταν όλα αυτά από τις γύρω πολυκατοικίες παρακολουθούσαν 38 μάρτυρες, ουδείς εκ των οποίων πήρε την πρωτοβουλία να καλέσει την αστυνομία. Η υπόθεση, άλλωστε, είναι γνωστή ως «τριάντα οκτώ μάρτυρες». Όχι, δεν ήταν κακοί άνθρωποι. Κάθε άλλο. Ήταν ευυπόληπτοι οικογενειάρχες. Απλώς, δεν εκτίμησε ο καθένας τους προσωπικά ότι έπρεπε να παρέμβει ο ίδιος. Όλοι θεώρησαν ότι κάποιος άλλος θα παρενέβαινε. Η Κίτι λοιπόν ήταν το θύμα του δόγματος «It’s none of your business», που θεριεύει στα χρόνια του ατομικισμού και της ευφορίας.


Στην Ελλάδα, δεν ήμασταν έτσι. Στην Ελλάδα ο ένας ενδιαφέρονταν για τον άλλο. Στην Ελλάδα η έννοια του άτυπου ελέγχου ήταν έντονη, σε σημείο μάλιστα ενοχλητικό… (το περίφημο κουτσομπολιό). Όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Πλέον και στην Ελλάδα ο καθένας απλώς κοιτάζει την πάρτη του και το δόγμα του «μη φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν» κερδίζει έδαφος.

Και για να αναφερθώ στο τελευταίο περιστατικό, αυτό της δολοφονίας στη Ζάκυνθο, δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς ότι σε μια νησιώτικη κοινωνία ουδείς γνώριζε πως κυκλοφορούσε ένας οδηγός ταξί που οπλοφορούσε και ήταν επικίνδυνα επιθετικός. Φυσικά και το γνώριζαν. Αλλά κανείς δεν ένιωσε ότι είχε την ατομική ευθύνη να παρέμβει. Ίσως επίσης να μην είχαν καμία εμπιστοσύνη στην αστυνομία. Ή μπορεί και να φοβήθηκαν.

Για όλους αυτούς τους λόγους ένα αγόρι έχασε τη ζωή του, η χώρα μας δυσφημίστηκε με το χειρότερο τρόπο και πάλι, και μια ολόκληρη κοινωνία ενοχοποιήθηκε. Και προφανώς αυτό το περιστατικό δεν είναι ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο.

Εχει έρθει η ώρα, ως κοινωνία, να πάρουμε μια μεγάλη απόφαση και να επανεξετάσουμε δύο παραμέτρους: της αστυνομίας και της κοινωνίας.

Κατά πρώτον, σαφώς χρειάζεται καλύτερη και αποτελεσματικότερη αστυνομία αλλά και πλήρης αναθεώρηση του σχεδιασμού αστυνόμευσης. Το μοντέλο στο οποίο βασίζεται η ελληνική αστυνομία είναι: χαλαρή έως ανύπαρκτη αστυνόμευση σε επίπεδο γειτονιάς και ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις καταστολής τύπου ΜΑΤ σε περιοχές που αναγνωρίζονται ως ιδιαίτερα επικίνδυνες, ως πιθανοί στόχοι ή σε διαδηλώσεις. Το μοντέλο αυτό δεν είναι μόνο αποτυχημένο, αλλά και επικίνδυνο. Ανεκπαίδευτα σώματα, βαριά οπλισμένα και επιθετικά προς τον πολίτη, που τελούν υπό το καθεστώς της επιθετικής αυτοπροστασίας και αναλώνονται σε μια ιδιότυπη βεντέτα με τον αντιεξουσιαστικό χώρο. Η δε πόλη της Αθήνας εμφανίζει την εικόνα μιας πόλης υπό στρατιωτική κατοχή. Πράγμα που ενισχύει το «φόβο του εγκλήματος», την ψυχολογική αυτή κατάσταση που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του απομονωτισμού και κατά συνέπεια το πραγματικό έγκλημα: όσο περισσότερο οι πολίτες φοβούνται, τόσο κλείνονται στα σπίτια τους και αποφεύγουν το δρόμο και άρα η πόλη αφήνεται στο έλεος της παραβατικότητας, η οποία σιγά-σιγά ανοίγει χώρο στο στυγνό έγκλημα.

Όσο δε για τον περίφημο αστυνομικό της γειτονιάς που έκανε την επανεμφάνισή του τελευταία, προκαλεί μόνο ειρωνικά γέλια. Ο αστυνομικός της γειτονιάς είναι πράγματι ένα αποτελεσματικό σώμα, αλλά για να δουλέψει ικανοποιητικά αποτελεί προϋπόθεση να έχει εκπαιδευτεί σωστά, και όχι τρεις εβδομάδες ή και καθόλου, να του έχει διατεθεί το απαραίτητο χρονικό περιθώριο ώστε να γνωρίσει τη γειτονιά, να κερδίσει την εμπιστοσύνη των δημοτών που θα κληθεί να προστατεύσει και, τέλος, να υπάρχει γειτονιά! Τίποτα από όλα αυτά δεν συμβαίνει στο ελληνικό μοντέλο του αστυνομικού της γειτονιάς.

Κατά δεύτερον, χρειάζεται η συνδρομή των πολιτών. Είναι γνωστό πως η αστυνομία δεν επαρκεί για μια ασφαλή κοινωνία. Μια μιλιταριστική κοινωνία δεν είναι μια ασφαλής κοινωνία. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η εγρήγορση των πολιτών. Όχι η αυτοδικία. Όχι συμμορίες τύπου Guardian Angels της Νέας Υόρκης. Αλλά αυτό το πολύ απλό «έχω μια έγνοια», «ρίχνω ένα βλέμμα»...

Φυσικά, για να έχει αποτέλεσμα αυτό το «ένα βλέμμα» θα πρέπει ο πολίτης να εμπιστεύεται την αστυνομία. Θα πρέπει να μπει λοιπόν ένα τέλος στη διαφθορά και την αυθαιρεσία της αστυνομίας και ταυτοχρόνως να γίνουν σημαντικές προσπάθειες να αποκατασταθεί η σχέση μεταξύ πολίτη και αστυνομίας, αφού πρώτα γίνουν ριζοσπαστικές αλλαγές στο τρόπο εκπαίδευσης αλλά και στο μοντέλο αστυνόμευσης.

Διαφορετικά η εξέλιξη είναι μονόδρομος. Η ασφάλεια θα γίνει προνόμιο μόνο των πλουσίων, που θα μπορούν να την αγοράζουν μέσω ιδιωτικών εταιρειών φύλαξης, και οι γειτονιές των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων θα μεταμορφωθούν σε χομπσιανά γκέτο που θα επικρατεί ο νόμος του δυνατού.

Υπάρχει και μια τρίτη παράμετρος, αυτή της γειτονιάς και της πρόληψης σε επίπεδο χωροταξικό… Η ανάγκη να ξαναζωντανέψουν οι γειτονιές μας και να βάλουμε κάποιους κανόνες που θα τους τηρούμε… αλλά αυτό στο επόμενο άρθρο.

* Athens voice: Η Ελλάδα και η Κίτι

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

Μια ολόκληρη χώρα σε death row

Ως θάλαμος θανατοποινιτών (γνωστό ως death row) αποκαλείται ο χώρος και η διαδικασία αναμονής των θανατοποινιτών ως την ημέρα της εκτελέσεως τους. Οι θανατοποινίτες στο θάλαμο αυτό μπορεί να περιμένουν έως και πολλά χρόνια έως ότου εκτελεστούν και συνήθως η απόφαση της εκτέλεσης της ποινής τους, τους ανακοινώνεται λίγες ώρες πριν. Το 30% των θανατοποινιτών στο θάλαμο αυτό πεθαίνει από φυσικά αίτια. Η απομόνωση τους καθώς και η αβεβαιότητα σχετικά το μέλλον οδηγεί με μια ιδιότυπη ιδρυματοποίηση, η οποία αποκαλείται death row phenomenon. Δεν είναι λίγοι οι θανατοποινίτες που προβαίνουν σε αίτηση ακύρωσης της έφεση καθώς προτιμούν να εκτελεστούν από το να ζουν σε αυτή in limbo κατάσταση, μεταξύ ζωής και θανάτου. Η ταινία «Πράσινο Μίλι» είχε αποδώσει με εξαιρετικό τρόπο την ψυχική κατάσταση αυτών που βρίσκονται στο θάλαμο θανατοποινιτών. Η διαδικασία αυτή από πολλούς εξομοιώνεται με βασανιστήρια και αιτούνται την κατάργησή της επικαλούμενοι το άρθρο της 5 της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου σύμφωνα με το οποίο κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να υποβάλλεται σε βασανιστήρια.

***

Θα ήταν άραγε υπερβολή αν ισχυριζόμασταν ότι εδώ και ένα χρόνο οι Έλληνες εμφανίζουν τη συμπτωματολογία του death row phenomenon; Αβεβαιότητα για το μέλλον, ψυχική διαταραχή, εγκατάλειψη του εαυτού, προσμονή της καταστροφής ως λύτρωση από τη βάσανο της αναμονής της.

Προσωπικά δεν γνωρίζω οικονομικά. Δεν ξέρω αν οι επιλογές της κυβέρνησης είναι σωστές ή λάθος, μηδέ μπορώ να προτείνω μια κάποια άλλη οικονομική πολιτική. Όμως γνωρίζω από ξέρω να περπατάω στο δρόμο και να παρατηρώ τους ανθρώπους, και μετά βεβαιότητας μπορώ να πω ότι η δημόσια ρητορική του πολιτικού κόσμου και των ΜΜΕ, έχουν ιδρυματοποιήσει μια ολόκληρη χώρα.

Δεκάδες νόμοι ψηφίζονται κάθε μήνα, νέα μέτρα έρχονται για να διορθώσουν του περασμένου μήνα ειλημμένα μέτρα, ενώ οι σπασμωδικές κινήσεις (ή ως έτσι εμφανίζονται) που καθοδηγούνται από την επικαιρότητα συνιστούν την εθνική μας πολιτική. Και κάθε λίγο και λιγάκι μια νέα υποβάθμιση ή μια δημοσίευση σε ξένο περιοδικό ή μια κυβερνητική διαρροή ή μία δήλωση κάποιου διεθνούς φήμης οικονομολόγου ή πολιτικού ή ηγέτη κράτους, οδηγεί σε νέα μέτρα ακόμα πιο σκληρά, τα οποία ανακοινώνονται μέσω τηλεοπτικών δεκτών, και πάντα με το δάχτυλο ορθωμένο προς τους πολίτες, ωσάν να έκαναν πάλι κάτι κακό. Και η αντίστροφη μέτρηση ξεκινάει και πάλι … Και όλα αυτά, εν ελλείψει κάποιου στρατηγικού σχεδιασμού, ενός οράματος, ενός μοντέλου διακυβέρνησης. Κι όλοι βέβαια παίζουν ακόμα με επικοινωνιακούς όρους… Σαμαράς , Παπαρήγα, Τσίπρας και Καρατζαφέρης ορθώνουν το ΟΧΙ ωσάν ο Μεταξάς το 1940, και ο Πρωθυπουργός δηλώνει ότι θα κερδίσει αυτή τη μάχη. Κι εμείς να αναρωτιόμαστε… ποιος ο εχθρός; ποια η μάχη; ποιος ο στρατηγός; Εξηγήστε μας. Διότι η μόνη σύγκρουση που βιώνουμε είναι η χομπσιανή: Όλοι εναντίων όλων.

Όχι, δεν αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει. Αυτό όμως που αντιλαμβάνομαι είναι ότι με αυτά τα δεδομένα κανένας πολίτης δεν μπορεί να σκεφτεί ορθολογικά, να εργαστεί δημιουργικά, να σχεδιάσει έστω βραχυπρόθεσμα το μέλλον του. Οι αυτοκαταστροφικές τάσεις έχουν γίνει το εθνικό μας χαρακτηριστικό. Και είναι εκ των ων ουκ άνευ ότι απολύτως κανένας δεν έχει το δικαίωμα να οδηγήσει στην αυτοχειρία έναν ολόκληρο λαό. Αποφασίστε, παρακαλούμε, από κοινού την πολιτική που θα ακολουθήσουμε και το μοντέλο διακυβέρνησης και εφαρμόστε το με συνέπεια, δίχως να τρομοκρατείτε και να οδηγείτε στην παράνοια ένα λαό απλώς και μόνο για να ικανοποιήσει ο καθένας τα αιτήματα της δικής του παράγκας, να κρύψει τις αδυναμίες και τα λάθη του και να διασώσει το πολιτικό του κεφάλαιο. Κι επί της ευκαιρίας, όταν μια γενιά ολόκληρη αποστερείται το δικαίωμα στο όνειρο, δεν είναι δα και τόσο φοβερό να έχουν οι πολιτικοί ένα κάποιο πολιτικό κόστος για τις επιλογές τους. Fair enough.

Είναι πάντως άξιο αναφοράς ότι ο Έλληνας πολίτης αποδεικνύεται πολύ πιο υπεύθυνος από τους πολιτικούς που τον εκπροσωπούν και τους θεσμούς διαμεσολάβησης.

***

Θα ήταν άραγε υπερβολή να υποστηρίζαμε ότι η δημόσια ρητορική των τελευταίων μηνών και οπωσδήποτε ημερών απαγορεύεται ρητά από τη Οικουμενική Διακήρυξης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, άρθρο 5;

Κυριακή 29 Μαΐου 2011

29.5.2011 Trafalgar Square. Η πανευρωπαϊκη συγκέντρωση των αγανακτισμένων

Όπως σε κάθε Ευρωπαϊκή πόλη, έτσι και στο Λονδίνο οι αγανακτισμένοι συναντήθηκαν στην κεντρική πλατεία, Trafalgar Square. Ως ήταν αναμενόμενο, οι Άγγλοι δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον. Μοναχά κάποιοι Έλληνες και αρκετοί Ισπανοί ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα.

Στο σύνολο, περί τα 400 άτομα. Λυπηρό γεγονός, αν αναλογιστεί κανείς ότι οι Έλληνες του Λονδίνου ξεπερνούν στις 100.000 ….


Τα συνθήματα, τα γνωστά: «Πάρτε το Μνημόνιο και φύγετε από δω», καθώς και το αίτημα εμπρησμού της Βουλής προσαρμοσμένο στα αγγλικά πρότυπα: «Έλα πίσω Guy Fawkes» - ο άνθρωπος που έβαλε φωτιά στο Αγγλικό Κοινοβούλιο το 1605.




Δεν έλειψαν φυσικά και οι αλυτρωτισμοί: οι Ισπανοί (ή μάλλον οι Καταλανοί) να ζητούν την ανεξαρτησία της Βαρκελώνης «η Βαρκελώνη ανήκει στην Καταλονία» και κάποιοι Έλληνες τη Μικρά Ασία, αναρτώντας ελληνική σημαία που έφερε τη φράση «Έξω οι Τούρκοι από τη Μικρά Ασία»! Το οποίο πανό στάθηκε και η αιτία για να διαπληκτιστούν μεταξύ τους οι ούτως ή άλλως ελάχιστοι Έλληνες- οι μεν να κατηγορούν τους δε για ακροδεξιά συμπεριφορά κι δε να ανταπαντούν με τη γνωστή κατηγορία περί ανθελληνισμού. Ευτυχώς το πανό δεν ήταν και στην αγγλική γλώσσα.



Λυπηρό.




Κι όμως, αυτές οι πανευρωπαϊκές ή και παγκόσμιες συγκεντρώσεις των PIIGS (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ελλάδα, Ισπανία) της διασποράς, θα μπορούσαν να έχουν καθοριστικό ρόλο. Εάν οι εκατομμύρια Έλληνες της διασποράς, από Γερμανία και Γαλλία έως Καναδά, Αυστραλία και ΗΠΑ, κατόρθωναν να ενωθούν σε μια φωνή και να προβούν σε ειρηνική διαμαρτυρία προς τις κυβερνήσεις των χωρών διαμονής τους, στις νέες πατρίδες, κάνοντας απλώς σαφή την υποστήριξή τους προς τη χώρα καταγωγής τους, όλα θα ήταν διαφορετικά. Κι αν η φωνή αυτή ενώνονταν με τη φωνή των Ιταλών, Πορτογάλων, Ιρλανδών, Ισπανών της διασποράς, τότε ναι, θα υπήρχε μια ελπίδα να αλλάξει ο ρους της ιστορίας και να επανεξεταστεί η οικονομική πολιτική της Δύσης.

Θα μπορούσε να γίνει .. αρκεί να το θέλαμε…



Σάββατο 21 Μαΐου 2011

Los Indignados. Alicante, Plaza de la Montañeta.

H φίλη Αμαλία Ζωβόϊλη συμμετέχει στο #SpanishRevolution και μας στέλνει ανταπόκριση απο τo Αλικάντε. Σε ευχαριστούμε Αμαλία! [*Οι φίλοι του ιστολογίου θα χαρούμε να λάβουμε κι αλλα κείμενα-ανταπόκριση απο τους Έλληνες της Ισπανίας που συμμετέχουν στο #SpanishRevolution. Το έχουμε επίσης ανάγκη]
___________

Γράφει η Αμαλία Ζωβόϊλη

Ο φετινός Μάιος ήταν ένας περίεργος μήνας για την Ισπανία. Συνηθισμένοι σε ανοιξιάτικο-σχεδόν καλοκαιρινό-καιρό, ξυπνούσαμε σχεδόν κάθε πρωί κάτω από έναν ουρανό καλυμένο με βαριά σύννεφα και μουντάδα. Η ερώτηση ήταν κοινή στα χείλη όλων μας: «Μα πού είναι επιτέλους η άνοιξη»; Η απάντηση, αυτή τη φορά δεν ήρθε από τον ουρανό, αλλά από τις πλατείες!

Το Αλικάντε είναι μια μικρή, παραθαλάσσια πόλη στα νοτιοανατολικά της Ισπανίας. Με ελληνικά δεδομένα, έχει το μέγεθος της Πάτρας. Αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Κοινότητας της Βαλένθια, όπου ο δείκτης ανεργίας στους νέους κάτω των 25 ετών ξεπερνάει το 50%. Η περιφέρεια του Αλικάντε, το 2009, παρουσίαζε το μεγαλύτερο ποσοστό μεταναστών αναλογικά με τον πληθυσμό της, σε ολόκληρη την Ισπανία.

Την πρώτη μέρα που αποφάσισα να επισκεφτώ την πλατεία, δεν ήξερα τι να περιμένω. Άλλωστε, οι Ισπανοί φημίζονταν για την απάθεια και την προτίμηση τους στη fiesta, αντί των «εξεγέρσεων». Οι indignados (indignado=αυτός που είναι εξοργισμένος με κάτι που θεωρεί άδικο), ήρθαν να δείξουν πως και οι Ισπανοί έχουν ψυχή! Βάδιζα προς την πλατεία, έχοντας στο μυαλό μου μια ομάδα ατόμων να την έχουν καταλάβει, κάτω από τα βλέμματα ενός ισχυρού αστυνομικού κλοιού. Κι ορίστε τι αντίκρυσα, στην Αλικαντινή «εξέγερση».


Το πρώτο που έκαναν οι ευρισκόμενοι στην πλατεία, ήταν να απλώσουν σε όλο το δάπεδο χαρτιά, για να μπορεί ο καθένας να γράψει την άποψη, σκέψη, ιδέα του. Τις πρώτες μέρες, προσπαθούσαμε να μην πατήσουμε τα χαρτιά και τα καταστρέψουμε. Από χτες το βράδυ, προσπαθούμε να θυμηθούμε πώς έμοιαζε το δάπεδο της πλατείας πριν ξεδιπλωθούν οι πάπυροι! Κι ο κόσμος ακόμη γράφει και, το κυριότερο, διαβάζει.


Το δεύτερο βήμα, ήταν η σύσταση ομάδων , η καθεμιά επιφορτισμένη με μια διαφορετική εργασία. Υπάρχουν ομάδες που ασχολούνται με τις προμήθειες, αναρτώντας καρτελάκια, τι έχουμε και τι χρειαζόμαστε, ομάδα που ασχολείται με τη συλλογή αποκομμάτων από τον ημερήσιο τύπο και την ανάρτηση τους στην πλατεία, ομάδα καθαριότητας, η οποία μάλιστα ανακυκλώνει και άλλα όμορφα.


Στην πλατεία, άνθρωποι όλων των ηλικιών και κοινωνικών τάξεων περπατάνε, τρώνε, διαβάζουν στο γρασίδι, συζητάνε, κοινώς, κάνουν όλα όσα θα έκαναν οι άνθρωποι σε μια πλατεία, μόνο που, στον περιβάλλοντα χώρο υπάρχουν άπειρα φυλλάδια, εφημερίδες, κείμενα, τροφή για σκέψη. Οι «καταληψίες», δεν κουράζονται να επαναλαμβάνουν πως, η συγκέντρωση αυτή είναι ειρηνική και απαιτούν να παραμείνει έτσι. Το πιο εντυπωσιακό, είναι η ανταπόκριση των ανθρώπων σε αυτό το αίτημα. Στο τέλος των 2 Γενικών Συνελεύσεων που γίνονται κάθε μέρα (μεσημέρι και βράδυ) και όπου μαζεύεται πλήθος κόσμου, δεν μένει ούτε σκουπιδάκι στην πλατεία. Άλλωστε, το πανό στο βάθος το λέει ξεκάθαρα: «Η συγκέντρωση αυτή, είναι η εικόνα που δίνουμε προς τα έξω. Ας μην δώσουμε αφορές σε κανέναν». Και δεν δίνουν, είναι η αλήθεια.

Τι έχουν όμως να μας πουν οι ίδιοι οι indignados, για όσα συμβαίνουν; Μιλάμε με τον Cristobal, ο οποίος ανήκει στην Ομάδα Τύπου της κατασκήνωσης, μαζί με τον Miguel, που εμφανίζεται λίγο αργότερα. Με ρωτάνε για το που σκοπεύω να δημοσιεύσω τα όσα θα πουν, ενώ προσφέρονται να μου δώσουν κάμερα και κασετοφωνάκι για να καταγράψω τη συνομιλία. Κανονικό Γραφείο Τύπου. Ο Cristobal είναι 22 ετών, σπουδάζει δημοσιογραφία, ενώ παράλληλα εργάζεται.

Η πρώτη ερώτηση που του κάνω είναι: «πού ήταν οι Ισπανοί εως τώρα, που δεν φώναζαν ποτέ και απέκτησαν έτσι τη φήμη των παθητικών ανθρώπων»; Με απόλυτη ειλικρίνεια μου απαντάει πως, όντως, «υπήρχε μια παθητικότητα, πως ο κόσμος δεν είχε βγει ως τώρα στους δρόμους γιατί δεν υπήρχε ανάγκη. Κατά κάποιο τρόπο, ήταν όλοι βολεμένοι με το επίδομα ανεργίας ή τους ήταν πιο εύκολο να βρουν δουλειά. Μόλις η κατάσταση δυσκόλεψε, ο κόσμος εξεγέρθηκε. Φαίνεται δειλό να λέμε πως, αρχίσαμε να φωνάζουμε όταν παρουσιάστηκε η ανάγκη να το κάνουμε, αλλά από την άλλη, κάλλιο αργά παρά ποτέ». Δικαίως λοιπόν οι νέοι Ισπανοί είχαν τη φήμη «πολύ φιέστα και καθόλου αγώνας»; «Δυστυχώς ναι, ο κόσμος συνηθίζει να λέει πως στην Ισπανία, οι 5 μέρες της εβδομάδας από τις 7, είναι γιορτή. Μαζί με όλα αυτά, υπήρχε η κουλτούρα του να βγω έξω όχι για να περάσω καλά, αλλά για να μεθύσω, να πάρω ναρκωτικά. Η νυχτερινή έξοδος, ήταν ταυτισμένη σχεδόν αποκλειστικά με το μεθύσι της επόμενης ημέρας, μέθοδος που έγινε της μόδας και αποτελούσε και έναν τρόπο να αποσπώνται οι νέοι από τις πραγματικές ανησυχίες και τα προβλήματα τους. Ο κοινωνικός προβληματισμός υπήρχε, αλλά έμενε μέσα μας, σχεδόν κανείς δεν συζητούσε για πολιτική με τους φίλους του, φαινόταν παράξενο, οι σκέψεις δεν εκφράζονταν δημοσίως και δεν μοιράζονταν».

«Το μόνο λοιπόν που άλλαξε, είναι πως τώρα υπάρχει ανάγκη για ξεσηκωμό; Αν, υποθετικά, αύριο γινόντουσαν όλα όπως πριν, θα σταματούσε και η αγανάκτηση»; «Δεν νομίζω πως μόνο η ανάγκη είναι αυτή που μας έβγαλε στο δρόμο, αλλά και η γενικότερη κατάσταση που επικρατεί γύρω μας. Ειδικά στα νοτιοανατολικά της Ισπανίας, υπάρχουν πάρα πολλά άλλα προβλήματα, όπως το ότι ένας νέος δυσκολεύεται να ξεκινήσει μια αυτόνομη ζωή, να βρει σπίτι να μείνει μόνος του, να νιώσει πως προχωράει στη ζωή του. Υπάρχει ένα γενικότερο κλίμα ανασφάλειας, οι νέοι νιώθουμε πως είμαστε αναλώσιμοι, πως η ζωή μας δεν είναι σίγουρη, πως το μέλλον είναι αβέβαιο».

«Τι ακριβώς είναι αυτό που επιδιώκετε μέσα από αυτή την εξέγερση; Υπάρχει ξεκάθαρος στόχος»; «Το κίνημα αυτό, ξεκίνησε σαν μια φωνή αντίδρασης ενάντια στο δικομματισμό, που χαρακτηρίζει την πολιτική ζωή στην Ισπανία. Ο αρχικός μας στόχος ήταν, να δημιουργήσουμε χώρους σκέψης και συλλογικής ανταλλαγής απόψεων, για να δείξουμε στον κόσμο ότι ο τρόπος που είναι φτιαγμένος ο εκλογικός νόμος, αδικεί τις πιο αδύναμες φωνές, ευνοεί μόνο τα μεγάλα κόμματα. Ο μακροπρόθεσμος στόχος μας, είναι να αλλάξει ο εκλογικός νόμος, να δοθεί η ευκαρία και σε μικρότερες φωνές να μπουν στο Κοινοβούλιο. Ξέρουμε πως αυτό δεν θα αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά κάνουμε τα πρώτα βήματα. Ο εκλογικός νόμος στην Ισπανία είναι τόσο περίπλοκος, που κανείς δεν τον ξέρει ή δεν τον κατανοεί πλήρως. Εμείς, αρχικά, θέλαμε να δώσουμε στον κόσμο την ευκαρία να μάθει, να ενημερωθεί, να κατανοήσει την αδικία. Για το λόγο αυτό, ζητάμε και αλλαγή του τρόπου που απονέμεται η δικαιοσύνη, θέλουμε οι πολιτικοί που διαπράτουν απάτες, επιτέλους, να τιμωρούνται, ζητάμε μια κοινωνία με περισσότερη δικαιοσύνη, μια πραγματική Δημοκρατία».


«Και μετά από εδώ, τι? Δεν μπορείτε να κατασκηνώσετε μια ζωή» «Ο στόχος μας είναι να κρατήσουμε τα πνεύμα και τα διδάγματα αυτής της κίνησης και να συνεχίσουμε. Σκεφτόμαστε ήδη δράσεις που θα μπορούσαμε να αναλάβουμε. Ο στόχος μας θα είναι να ενημερώνουμε τον κόσμο και να τον ευαισθητοποιούμε, απέναντι σε ζητήματα όπως αυτά για τα οποία συζητάμε. Θέλουμε ο καθένας να μάθει να σκέφτεται για λογαριασμό του και όχι όπως του λέει η τηλεόραση ή οι πολιτικοί. Σκεφτόμαστε να καθιερώσουμε συγκεντρώσεις μια φορά το μήνα ή κάθε 15 ημέρες, όπου θα μπορούμε να ξαναβρισκόμαστε και να συζητάμε για την πορεία και την εξέλιξη όλου αυτού που συνέβη, προτείνωντας και περαιτέρω δράσεις» .

«Πώς καταφέρνετε και συντονίζεστε με τις άλλες κατασκηνώσεις. Δεν φοβάστε πως, με τόσο κόσμο, θα χαθεί ο έλεγχος»; «Ευτυχώς ζούμε στην εποχή του ίντερνετ, που μας βοήθησε σε απίστευτο βαθμό να οργανώσουμε και όλο αυτό. Σε κάθε κατασκήνωση υπάρχει ένας εκπρόσωπος, που είναι υπεύθυνος να μεταφέρει και τη γνώμη της ομάδας προς τα έξω. Ο ατομισμός θα μπορούσε να είναι ένα πρόβλημα, αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις, με χιλιάδες κόσμου, πρέπει να λειτουργούμε και λίγο αυτόνομα για να καταφέρουμε να συντονιστούμε στο τέλος. Το μεγαλύτερο θέμα για μένα, δεν είναι η δυσκολία του συντονισμού μεταξύ των κατασκηνώσεων, αλλά πως, μέσα στην ίδια την πόλη του καθενός, μέσα στην ίδια συγκέντρωση, δεν είχαμε μάθει εως τώρα να ακούμε, να σεβόμαστε τη γνώμη του άλλου, θέλαμε μόνο να μιλάμε, να λέμε τα δικά μας. Αυτό είναι που προσπαθούμε να μάθουμε. Σε κάθε περίπτωση, η Μαδρίτη είναι αυτή που δίνει το βήμα, σαν η πιο πολυάριθμη». «Νιώθετε λίγο παραγκωνισμένοι, λίγο στη σκιά της πρωτεύουσας, γι’αυτό το λόγο»; «Όχι, αφού όντως στη Μαδρίτη ξεκίνησαν όλα. Έτσι είναι, η πρωτεύουσα δίνει πάντα το σύνθημα».

«Προβλήματα υπάρχουν ή τα πάντα κυλάνε τόσο ομαλά; Υπάρχει κάτι που δεν σου αρέσει;» «Θες να σου πω ειλικρινά; Φυσικά και υπάρχει. Υπάρχουν αρκετοί που βλέπουν την κατάσταση αυτή ως μια ευκαιρία να φανούν οι ίδιοι προς τα έξω, επιδιώκουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο, θέλουν να επωμιστούν τη δόξα. Κάποιοι άλλοι το βλέπουν σαν διακοπές, σαν μια ευκαιρία να έρθουν να φάνε και να πιουν δωρεάν και να περάσουν ευχάριστα την ώρα τους. Επίσης, σαν συνέπεια των όσων είπαμε πριν, πως ο κόσμος δεν έχει μάθει να κάνει διάλογο, στις συνελεύσεις μας είναι δύσκολο να επικεντρωθούμε στο θέμα, ο καθένας θέλει να διηγηθεί το πρόβλημά του και χάνουμε το στόχο».

«Λέτε πως είστε εδώ με απόλυτα ειρηνικές προθέσεις. Αν η αστυνομία έχει αντίθετη γνώμη από εσάς, τι σκοπό έχετε;» «Είμαστε κατά της βίας, αυτή είναι μια απόλυτα ειρηνική συγκέντρωση και θέλουμε να παραμείνει έτσι. Εάν η αστυνομία επέμβει, έχουμε ήδη αρχίσει να ψάχνουμε εναλλακτικούς τρόπους αντίστασης, όπως το να ξαπλώσουμε στο πάτωμα και να πρέπει να μας μετακινήσουν αυτοί για να μας απομακρύνουν. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα είμαστε βίαιοι. Κοίτα γύρω σου, το μέρος είναι γεμάτο με παιδιά, ποιόν θα ωφελούσε η βία; Θα χάναμε όλοι και περισσότερο εμείς. Επίσης, ακόμη κι όσοι θα ήθελαν τη βία, ξέρουν πως ο κόσμος εδώ θα τους αποδοκιμάσει, αν κάνουν την κίνηση να καλύψουν το πρόσωπό τους ή διανοηθούν να χρησιμοποιήσουν βία. Με τη βία δεν κερδίζει κανείς τελικά».

«Ελληνικά και διεθνή ΜΜΕ συγκρίνουν την εξέγερση σας με εκείνη των αραβικών χωρών». «Μπορεί η μέθοδος μας να είναι ίδια, π.χ. συγκέντρωση σε μια πλατεία, αλλά το κίνητρο είναι εντελώς διαφορετικό. Εκείνη είχαν δικατορία και πάλευαν για την ελευθερία τους. Εμείς θέλουμε να μιλήσουμε και να ακουστούμε, δεν θέλουμε να κάνουμε επανάσταση».

«Τι ξέρεις για την Ελλάδα και τις συνθήκες εκεί»; «Γνωρίζω τα Εξάρχεια και πως, το κίνημα των αναρχικών στην Ελλάδα είναι πολύ ισχυρό, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη έχει αποδυναμωθεί. Από την άλλη, η εικόνα που έχουμε οι έξω για το κίνημα εκεί, είναι πως γίνεται υπέρογκη χρήση βιας και πως το κλίμα γενικά είναι κάθε άλλο παρά ειρηνικό».
«Θα ήθελες να σχολιάσεις κάτι πάνω σε αυτό ή να πεις κάτι στους Έλληνες που θα σε διαβάσουν»; «Θέλω να πω πως, ο καθένας είναι ελεύθερος να συνεχίσει το δρόμο της αντίστασης που έχει διαλέξει και μόνο ο χρόνος θα δείξει ποιος ήταν ο πιο αποτελεσματικός. Άλλος με τη βία και άλλος χωρίς. Για εμένα το πιό σημαντικό είναι να υπάρχει ανταλλαγή ιδεών και συνεργασία ανάμεσα σε όλα τα ευρωπαϊκά κινήματα, να παίρνουμε ιδέες και πρακτικές ο ένας από τον άλλον και να εξελισόμαστε, βρίσκοντας νέους τρόπους να αλλάξουμε τα πράγματα που δεν μας αρέσουν. Πολύ σημαντικό επίσης, είναι να αναζητούμε πληροφόρηση και ειδήσεις εκτός των εμπορικών, καθεστωτικών ΜΜΕ, που διαστερεβλώνουν τα γεγονότα προς όφελός τους».

Τελειώνοντας, ο Cristobal μου αφήνει το φυλλάδιο μιας πρωτοβουλίας στην οποία συμμετέχει. Ονομάζεται www.juventudsinfuturo.net (νεολαία χωρίς μέλλον) και κεντρικό της σύνθημα είναι «χωρίς σπίτι, χωρίς δουλειά, χωρίς σύνταξη, χωρίς φόβο». Όπως ο ίδιος λέει, αναζητούν εναλλακτικούς τρόπους να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους, όπως δράσεις έξω από τράπεζες, ενημέρωση στο δρόμο κτλ. Για το τέλος, ένα σύνθημα από τα πολλά της «εξέγερσης». «Αν δεν μας αφήνετε να ονειρευτούμε, δεν θα σας αφήσουμε να κοιμηθείτε».


Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

Ένα προαναγγελθέν έγκλημα

Τα ξημερώματα της Τρίτης, ένας πατέρας κατεβαίνει από το σπίτι του για να ετοιμάσει το αυτοκίνητο ώστε να συνοδεύσει την ετοιμόγεννη σύντροφό του στο νοσοκομείο. Κάποιοι του επιτίθενται για να του πάρουν την κάμερα που κρατούσε (προφανώς για να απαθανατίσει την στιγμή της γέννησης τους παιδιού τους … ) και τον μαχαιρώνουν θανάσιμα. Ξεψυχάει. Η ετοιμόγεννη σύζυγος αναζητώντας τον, τον αντικρίζει νεκρό. Λίγες ώρες αργότερα φέρνει στον κόσμο το ορφανό από πατέρα παιδί τους.

Το γεγονός είναι τόσο τραγικό που οποιοσδήποτε σχολιασμός μοιάζει απρεπής.


Όμως σε κάθε τραγικό συμβάν, από τη στιγμή που δεν μπορείς να το αποτρέψεις ύστερα από την τέλεσή του, οφείλεις τουλάχιστον να αποδώσεις τις πραγματικές ευθύνες και να φροντίσεις να μην επαναληφθεί. Δυστυχώς όμως τίποτα από τα δύο δεν έγινε, τουλάχιστον όχι ακόμα.

Ο μηχανισμός κατασκευής αποδιοπομπαίων τράγων έκανε και πάλι το θαύμα του. Ομοφώνως καταδικάστηκαν οι μετανάστες για τη στυγερή δολοφονία, δίχως να έχουν εντοπιστεί μήτε οι δράστες μήτε η καταγωγή τους φυσικά, και μάλιστα εν τάχει ακροδεξιές οργανώσεις αυτοχρίστηκαν εκδικητές εξαπολύοντας πογκρόμ εναντίον κάθε αλλοδαπού της περιοχής και επιχειρώντας να αναβιώσουν τον νόμο του Λυντς. (Έσπασαν το μαγαζί ενός εργαζόμενου επειδή ήταν αλλοδαπός, εισέβαλαν σε ενός άλλου το διαμέρισμα και η οικογένεια αναγκάστηκε να δραπετεύσει απ΄ τα παράθυρα, αθώοι περαστικοί γρονθοκοπήθηκαν επειδή έμοιαζαν με αλλοδαπούς, και άλλα)

Και κάπως έτσι όλα τα συμφέροντα ικανοποιήθηκαν: τα ακροδεξιά και δεξιά κόμματα καρπώθηκαν πολιτικά την ανθρώπινη τραγωδία, ενώ οι αρμόδιες αρχές αποποιήθηκαν των ευθυνών τους. Διότι, από τη στιγμή που οι δράστες είναι οπωσδήποτε «λαθρομετανάστες» δεν τίθεται ζήτημα ελλιπούς αστυνόμευσης ή λανθασμένων πολιτικών επιλογών μια και ευθύνεται αποκλειστικά η μεταναστευτική πολιτική, η «φάρα» των αλλοδαπών, η Ευρώπη κοκ

Όμως δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Ενδεικτικά αναφέρω: το Μάρτιο του 2010 στα Πατήσια, ένας πράκτορας Προ-Πο δολοφονείται από ληστές που εισέβαλαν στο κατάστημά του, ενώ το Νοέμβριο του 2010 ένας Σουδανός μαχαιρώνεται στο κέντρο της Αθήνας από κακοποιούς που του επιτέθηκαν για να τον ληστέψουν, κι αργότερα υποκύπτει στα τραύματά του. Συνεπώς, το θέμα μας δεν είναι οι αλλοδαποί ή οι ημεδαποί, αλλά οι δολοφόνοι και οι εγκληματίες ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, καταγωγής, θρησκείας ή σεξουαλικών προτιμήσεων. Κι αυτούς τους δολοφόνους, αυτές τις συμμορίες που δρουν σπέρνοντας το τρόμο και ενίοτε το θάνατο, δεν έχει κατορθώσει (αλλά ούτε και προσπαθήσει επαρκώς) να τους εντοπίσει η Πολιτεία.

Προς αποφυγήν όποια παρεξήγησης οφείλω να αποσαφηνίσω ότι δεν έχω απολύτως καμία διάθεση να πάρω το μέρος κανενός αλλοδαπού. Αλλά ο αποπροσανατολισμός του επιχειρείται μόνο μεγαλύτερο κακό θα προκαλέσει.

Την περασμένη εβδομάδα είχα δημοσιεύσει το άρθρο «Χρόνια Πολλά Αθήνα» με το οποίο εφιστούσα την προσοχή στο γεγονός ότι ένας ολόκληρος χρόνος έχει περάσει από τότε που κατατέθηκε το πόρισμα για το ιστορικό κέντρο και δεν έχει ληφθεί απολύτως καμία πρωτοβουλία από τις προτεινόμενες, ούτε και καμιά άλλη φυσικά. Αντ’ αυτού, παρακολουθήσαμε όλοι το απόγευμα της Τρίτης τον Δήμαρχο να διαβεβαιώνει εκ της τηλεοράσεως ότι σύντομα θα εφαρμοστούν κάποιες πολιτικές ενώ δεσμεύτηκε ότι η Δημοτική Αστυνομία και ο Αστυνομικός της Γειτονίας θα αρχίσει σύντομα να δρα στο κέντρο της Αθήνας! Η Δημοτική Αστυνομία; Όλοι αυτοί που έχουν προσληφθεί, άγνωστο πως, δίχως να λάβουν καμία εκπαίδευση! Και για ποιον Αστυνομικό ποιάς Γειτονιάς μιλάμε; Για το Σώμα αυτό που όχι μόνο απέτυχε, αλλά και εκ της συστάσεως του είχε ορθώς αποφασιστεί ότι δεν θα δρα στο κέντρο της Αθήνας διότι ο Αστυνομικός της Γειτονίας για να μπορέσει να εργαστεί με επιτυχία πέραν όλων των άλλων θα πρέπει να υπάρχει γειτονιά, κι όχι γκέτο παραβατικότητας και περιθωριοποίησης.

Το κέντρο της Αθήνας δεν χρειάζεται ούτε Δημοτική Αστυνομία ούτε Αστυνομικούς της Γειτονιάς, μήτε ΜΑΤ. Την υπηρεσία οργανωμένου εγκλήματος χρειάζεται ώστε να εντοπιστούν και να συλληφθούν οι συμμορίες. Και ταυτοχρόνως την εφαρμογή πολιτικών για την αποπεριθωριοποίηση, τον εξωραϊσμό, και εν γένει την αντιμετώπιση των προβλημάτων του κέντρου (άστεγοι, άποροι, χρήστες ναρκωτικών, αλλοδαποί δίχως νομιμοποιητικά έγγραφα, παραοικονομία, πορνεία, κτλ)

Όταν μια περιοχή μιας μεγαλούπολης εγκαταλείπεται και αρχίζουν να συγκεντρώνονται περιθωριοποιημένες κοινωνικά ομάδες είναι ζήτημα χρόνου η παραβατικότητα και το μικρό-έγκλημα να «εμπλουτιστεί» με στυγερές δολοφονίες. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή ο άνθρωπος που θα κλέψει ένα ρούχο από το μπαλκόνι αργότερα θα θελήσει να σκοτώσει, μήτε γιατί κάποιος που ανοίγει ένα μαγαζί δίχως άδεια θα γίνει δολοφόνος, αλλά γιατί νομοτελειακά στην εγκαταλελειμμένη πλέον περιοχή θα αρχίσουν να δρουν άλλης τάξεως κακοποιοί καθώς θα είναι σαφές ότι επικρατεί η ατιμωρησία. Και το κέντρο της Αθήνας είναι οπωσδήποτε τα τελευταία πέντε χρόνια μια εγκαταλελειμμένη περιοχή. Συνεπώς το ζήτημα δεν είναι οι μετανάστες αλλά και οι αλλοδαποί διχως νομιμοποιητικά έγγραφα και οι χρήστες ναρκωτικών και όλες οι περιθωριοποιημένες και παραβατικές ομάδες - από τον τύπο που παρκάρει παράνομα μέχρι αυτόν που αλλάζει αυτοβούλως τη χρήση γης του καταστήματος του αλλά και οι συμμορίες ακροδεξιών - επειδή πίσω από αυτές τις ομάδες καιροφυλακτούν κάθε φύσεως κακοποιοί, ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, καταγωγής, θρησκείας ή σεξουαλικών προτιμήσεων. Επομένως το πρόβλημα έγκειται στην απουσία του κράτους και πουθενά αλλού.

Αλλά κατά πως φαίνεται όλοι, ηθελημένα ή εκ παραδρομής, κωφεύουν, και εν τω μεταξύ στο κέντρο της Αθήνας επιχειρεί μόνο η Ακροδεξιά, υποσχόμενη νέα φονικά και ανθρώπινες τραγωδίες προς όφελος όλων όσοι κερδίζουν από την υποβάθμιση του κέντρου: προαγωγοί, ναρκοβαρώνοι, επιτήδειοι που αγοράζουν ακίνητα στο για ένα κομμάτι ψωμί…