Ο άνεργος είναι αυτός που δεν έχει εργασία. Η ανεργία είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο άνεργος. Έτσι απλά; Ίσως όχι.
(σκέψεις για ιδία χρήση. μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει τον εαυτό του. κι ίσως κάποιος άλλος να αναγνωρίσει το διπλανό του. αυτό και μόνο θα είναι πολύτιμη βοήθεια)
Η ανεργία μοιάζει με καλπάζουσα ασθένεια. Ένα αυτοάνοσο νόσημα. Χτυπάει αθώα σαν μια συνηθισμένη ίωση που θα περάσει, όπως πάντα. Όμως σιγά σιγά βάλλει ζωτικές σου λειτουργίες και όργανα. Και με σταθερό ρυθμό αλλά ωστόσο ανεπαίσθητο σε οδηγεί σε έναν κοινωνικό θάνατο κι έπειτα στον πνευματικό σου θάνατο και λίγο μετά στο φυσικό σου τέλος. Ένα τέλος που έρχεται σα να ήτανε σκοπός. Και η αριστοτελική έννοια του όρου, αποκαθίσταται. Ότι απομένει από εσένα δεν είναι παρά μια ισχνή ανάμνηση. Κι εσύ μόνος να τριγυρνάς σε μια πόλη που δεν γνωρίζεις πια, ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν θυμάσαι πια, ένας ζωντανός νεκρός.
Ο άνεργος δεν είναι αυτός που δεν έχει εργασία ή χρήματα έτσι απλά. Ο άνεργος είναι αυτός που δεν έχει ρόλο στο κοινωνικό σύνολο. Κι αν ανήκει σε αυτούς που είχαν πιστέψει το λόγο του Καζαντζάκη «Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δεν σωθεί, εγώ φταίω» τότε ο άνεργος βρίσκεται πρώιμα αντιμέτωπος με την αποκάλυψη πως τελικά η γη γυρίζει δίχως τη βοήθεια του.
Ο άνεργος είναι αυτός που φίλοι και γνωστοί αρχίζουν μέρα με τη μέρα να τον αποφεύγουν. Οι απλοί γνωστοί γιατί δεν τον έχουν πια ανάγκη. Οι εργαζόμενοι φίλοι αρχικά τον αποφεύγουν από το φόβο πως μπορεί ίσως να ζητήσει βοήθεια που δεν μπορούν να του προσφέρουν. Κι αργότερα τον αποφεύγουν γιατί νιώθουν πως δεν έχουν να πουν πια τίποτα μαζί του. Και οι επίσης άνεργοι φίλοι τον αποφεύγουν όπως τους αποφεύγει και αυτός, για να μην βλέπει ο ένας την εικόνα του εαυτού του στα μάτια του άλλου.
Και κάπως έτσι το τηλέφωνο σταματάει να χτυπά.
Αλλά κι η οικογένεια του κι ο λατρεμένος άλλος στην αρχή τον συμπονά, έπειτα λυπάται, μετά τον απαξιώνει και τέλος δεν τον αναγνωρίζει… ‘’είναι αυτός ο άνθρωπος που γνώρισα;’’ …. θα λέει μυστικά, κι αργότερα φανερά.
Κι όσο η νόσος της ανεργίας χρονίζει, τόσο ο άνεργος απομονώνεται. Τον απομονώνουν αλλά απομονώνει κι ο ίδιος τον εαυτό του. Όχι δεν θέλει να ενοχλεί, δεν θέλει να γίνεται δυσάρεστος. Το ξέρει άλλωστε. Ναι, έχει το στίγμα.
Όχι πως δεν νιώθει τις σιωπές όταν βρεθεί κοντά σε μια παρέα από τα παλιά. Αλλά σιγά σιγά κι αυτές οι παρέες κάνουν πως δεν τον αναγνωρίζουν. Αλλά ούτε κι ο ίδιος τις θυμάται πολύ καλά. Κι έτσι αμφότεροι στρέφουν τα βλέμματα προς την αντίθετη πλευρά.
Κι αν στην αρχή έψαχνε για εργασία και είχε ιδέες, όσο περνά ο καιρός πείθεται για την ανικανότητά του. Η απαξία των άλλων γίνεται και δική του προς τον εαυτό του και δεν έχει πια μήτε την πίστη μήτε την τόλμη.
Φυσικά και μισεί τον εαυτό του. Κι όσο χάνει αγαπημένους και φίλους τόσο περισσότερο μισεί τον εαυτό του. Αυτός φταίει, φυσικά. Αυτός φταίει που δεν έχει δουλειά. Αυτός φταίει που οι άλλοι τον εγκατέλειψαν. Και έχουν δίκιο, τόσο μίζερος και ανίκανος και θλιβερός που είναι.
Φορά τα ίδια ρούχα πια. Κι η κάθε κίνηση είναι μηχανιστική. Σηκώνεται, κάθεται, κοιμάται και ξυπνάει, τρώει, ανοίγει κλείνει την τηλεόραση, ανοίγει κλείνει την εφημερίδα, ανοίγει κλείνει το βιβλίο, ανοίγει κλείνει τον υπολογιστή, ελέγχει τα μηνύματα που δεν έχει … έτσι δίχως λόγο και δίχως να τον αφορά. Το σώμα του μονάχα θυμάται αμυδρά πως κάποτε έτσι έκανε.
Και κάποιες στιγμές δύναμης, εκεί στην αρχή, σκέφτεται πως όχι δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό, όχι, δεν είναι δυνατόν να περάσω όλη τη ζωή μου έτσι σαν να μη υπάρχω, κάτι θα συμβεί, θα αλλάξουν τα πράγματα, πάντα κάτι γίνεται. Αλλά λίγο αργότερα όταν αυτή η στιγμή δύναμης ξαναέρχεται, πιο αδύναμη, αλλά έρχεται, αυτός έτσι απλά τη διώχνει, γιατί πια καλά κατάλαβε πως, ναι, μπορεί, φυσικά και γίνεται να ζήσω όλο το υπόλοιπο της ζωή μου έτσι, σαν να μην υπάρχω.
Κι όταν περπατά στο δρόμο έτσι από συνήθεια, δεν ακούει μήτε βλέπει καλά. Στην αρχή δεν ακούει καλά γιατί ο λόγος του άλλου και η βουή της πόλης δεν τον αφορά. Κι έπειτα όσο οι κραυγές αυτών που μιλάνε στο όνομά του, για το καλό του, κορυφώνονται, τόσο η ακοή του μειώνεται. Κι η όραση του επίσης. Το μόνο που βλέπει πια είναι τη σκιά του εαυτού του να περιφέρεται άσκοπα σαν τη ψυχή του Δάντη στο καθαρτήριο αναμένοντας την ετυμηγορία. Και το μόνο που ακούει είναι, ίσως, τα λόγια του ποιητή…
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη•
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.