«Και να που τώρα καθόμαστε
πάλι στην αίθουσα αναμονής, που και πάλι την λένε Ευρώπη! Και πάλι δεν έχουμε
ιδέα τι θα συμβεί»
συλλογίζεται ο Erich Kastner στο βιβλίο του «Στο χείλος της αβύσσου» μέσα από
τον ήρωα του, τον Φάμπιαν, που ζει στο Βερολίνο στις αρχές της δεκαετίας του
’30, παρατηρώντας αυτό που έρχονταν, έχοντας όμως έντονες τις μνήμες της
κατάστασης που ζήσανε πριν λίγα χρόνια, στις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου
Πολέμου: «Θυμάσαι;» λέει στον στενό φίλο του, «ήταν σαν να καθόμασταν
μέσα σε μια γυάλα στον πάτο της θάλασσας και κάποιος να μας αφαιρούσε αργά αλλά
σταθερά τον αέρα. [....] Καθόμουν σε μια μεγάλη αίθουσα αναμονής που την έλεγαν
Ευρώπη. [... ] Και να που τώρα καθόμαστε
πάλι στην αίθουσα αναμονής, που και πάλι την λένε Ευρώπη...»
Ήταν κοντά τότε που ο
σπουδαίος Στέφαν Τσβάιχ, στην αυτοβιογραφία του, στην σκιά του πολέμου που
πέρασε και με το βλέμμα στραμμένο σε αυτό που έρχονταν - λίγο πριν δώσει τέλος στη ζωή του το 1942-,
γράφει για τον «Κόσμο του Χθες» , πριν «η μεγαλύτερη πανώλη όλων των εποχών,
ο εθνικισμός» δηλητηριάσει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Τότε, το 1939, που «η
Ευρώπη ήταν καταδικασμένη να βαδίσει προς τον θάνατο εξαιτίας της δικής της και
μόνο παραφροσύνης». Τότε, που «κάθε τι που αποτελούσε παρελθόν είχε
χαθεί κι ό,τι είχαμε δημιουργήσει εκμηδενίζονταν – η Ευρώπη, η πατρίδα μας,
στην οποία δώσαμε τη ζωή μας, έμελλε να παραμείνει βυθισμένη στην καταστροφή
για γενιές που θα ξεπερνούσαν κατά πολύ τη δική μας».
Πέρασαν κοντά 80 χρόνια.
Η Ευρώπη βγήκε από το σκοτάδι.
Δημιούργησε δομές τέτοιες που κάνουν να
μοιάζει αδύνατη η επαναφορά του σκότους. Η Ευρωπαϊκή Δημοκρατία
θριάμβευσε. Οι πληγές έκλεισαν μια για πάντα. Να όμως που βρεθήκαμε και πάλι
στην αίθουσα αναμονής, παραμονές 2019.
«Το τρένο της διάλυσης έχει
φύγει πια από τις Βρυξέλλες» γράφει ο Ivan Krastev, στο βιβλίο του «Μετά την Ευρώπη» ( μια φράση που
μνημόνευσε η Κατερίνα Σχινά στην ομιλία της σε εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών «Η
Ευρωπαϊκή Δημοκρατία σε αμφισβήτηση»). Η φράση αυτή θα έλεγε κανείς πως δίνει
συνέχεια, σχεδόν έναν αιώνα μετά, στους φόβους του Τσβάιχ και του Kastner και
πολλών άλλων σπουδαίων συγγραφέων και αναλυτών του περασμένου αιώνα. Άλλωστε
είναι ένα βιβλίο που συνομιλεί με συγγραφείς και τα έργα τους του περασμένου
κυρίως αιώνα.
Το βιβλίο του Krastev έρχεται
να δώσει υπόσταση στους πιο μύχιους φόβους μας ακυρώνοντας την έννοια του
«αδιανόητου». Αν κάποιοι επαναπαυόμαστε στην
κραταιά πεποίθηση πως η ΕΕ είναι πολύ μεγάλη για να διαλυθεί και πως όλα
θα πάνε καλά, ο Krastev απαντά: «Λόγω της προσωπικής εμπειρίας των
Ανατολικοευρωπαίων – σαν εμένα- το να κλείσεις τα μάτια και να πιστέψεις πως
όλα πάνε καλά είναι μια ιδέα πολύ πιο ανυπόστατη». Όσοι έζησαν τη διάλυση
της ΕΣΣΔ, ξέρουν πως όλα είναι πιθανά και τίποτα δεν είναι αρκετά
«αδιανόητο».
«Ένα μεγάλο σοκ μπορεί να
μετατρέψει το αδιανόητο σε αναπόφευκτο με τρομακτική ταχύτητα» γράφει ο Krastev με το βλέμμα στραμμένο
στο Brexit, που ενδέχεται να αποτελέσει την κορυφή του παγόβουνου. Εξάλλου,
όπως γράφει, «αν η Ευρώπη διαπράξει αυτοκτονία, το μέσο που θα
χρησιμοποιήσει θα είναι πιθανότατα ένα λαϊκό δημοψήφισμα ή μια σειρά από λαϊκά
δημοψηφίσματα». Κοντά είμαστε τώρα.
Ποια είναι όμως τα βαθύτερα
αίτια που μπορεί να οδηγήσουν σε διάλυση την Ευρώπη, την Ευρωπαϊκή Ένωση; Η
κρίση ταυτότητας, απαντούν σχεδόν όλοι οι αναλυτές και δημοσιολόγοι με
ενσυναίσθηση. Η ταυτοτική κρίση που οδηγεί ξανά στην ίδια, κατά τον Τσβάιχ,
«πανώλη»: στον εθνικισμό, σε έναν νέο-εθνικισμό ή αλλιώς, στον εθνικολαϊκισμό.
Η ανάδυση ηγετών που αμφισβητούν τη φιλελεύθερη δημοκρατία, που ενστερνίζονται
τη γνωστή ως μη φιλελεύθερη – αυταρχική δημοκρατία (illiberal democracy)
και απευθύνονται δήθεν
αδιαμεσολάβητα στο λαό με διχαστικά και απλοϊκά μηνύματα. Όχι σε όλον τον λαό, αλλά στο «καθαρό»
κομμάτι του. Ποιος ανήκει σε αυτό; Όποιος υιοθετεί την έννοια αυτή θεωρώντας
πως έτσι αντιμετωπίζονται οι φόβοι του - καθαροί Πολωνοί, καθαροί Ούγγροι,
καθαροί Βέλγοι, καθαροί Άγγλοι, καθαροί Γερμανοί, καθαροί Γάλλοι, κ.ο.κ. .
Καθιστά έτσι τον εαυτό του διαφορετικό
από τους όποιους «άλλους» - στην Ελλάδα το ζήσαμε και το ζούμε αυτό με το δικό
μας τρόπο αρκετά πρόωρα, όπως πάντα. Πρόκειται για την καταφυγή σε έναν κοινοτισμό εις βάρος των
εθνών – κρατών που είναι πλέον κράτη -
μέλη και κατά συνέπεια σε βάρος της μεγάλης οικογένειας, της ΕΕ, ως απάντηση σε
δικαιολογημένους ή μη φόβους.
Εκεί βέβαια ο Krastev τονίζει
πως ο εχθρός είναι μέσα μας: «Την Ευρώπη δεν την απειλούν αυτά που λένε οι
εξτρεμιστές. Η πραγματική απειλή είναι όσα δεν λένε πια οι «ορθόδοξοι» ηγέτες,
οι ηγέτες του κυρίαρχου ρεύματος.» Μια και προς άγραν ψήφων οι φιλοευρωπαϊστές
ηγέτες υιοθετούν, σε μικρές ή και μεγάλες δόσεις, τα επιχειρήματα των
εθνικιστών ηγετών και κάπως έτσι γινόμαστε δίχως να το θέλουμε όλοι Ρινόκεροι,
κατά το ομώνυμο έργο του Ιονέσκο.
Όπως άλλωστε είχε γράψει
Τσβάιχ, «Υπαίτιοι ήταν εκείνοι που με τα λόγια τους κήρυτταν τον πόλεμο.
Αλλά υπαίτιοι ήμασταν και εμείς οι ίδιοι που δεν ορθώσαμε το ανάστημά μας
εναντίον τους»
Στο κατώφλι του 2019, τίποτα
δεν μοιάζει δεδομένο. Το παράλογο κερδίζει έδαφος και ολοένα και περισσότερο
μοιάζει με λογικό. Σαν να είναι ποτέ
δυνατόν να αντιμετωπίσουμε την οικονομική κρίση, την κρίση ασφάλειας, τη
δημογραφική κρίση, την κρίση του μεταναστευτικού –τα γενεσιουργά αίτια της
ταυτοτικής κρίσης - επιστρέφοντας εκεί από όπου φύγαμε για να μην ζήσει πότε
ξανά η Ευρώπη όλα αυτά, για να μη ζήσει ξανά το σκοτάδι.
Στο κατώφλι του 2019 έχουμε
και πάλι να δώσουμε έναν αγώνα. «Τον
αγώνα ενάντια στην προδοσία της λογικής, που είχε πέσει θύμα του μαζικού πάθους
των καιρών» , όπως το περιγράφει ο Τσβάιχ.