Ο Μάνος γεννήθηκε στην Ελλάδα το 1977, από γονείς νόμιμους μετανάστες από το Ιράκ, και φοίτησε στο ελληνικό δημοτικό (17ο του Πειραιά) και γυμνάσιο (2ο του Ρέντη). Έως το 1992, τη χρονιά που πέθανε ο πατέρας του, η ζωή τους κυλούσε ομαλά.
Ήταν μόλις 15 χρονών όταν η μητέρα του, μην μπορώντας να αντιμετωπίσει την απώλεια του συζύγου της, μόνη στην Ελλάδα, πήρε τη λάθος απόφαση: να επισκεφτεί μαζί με τα παιδιά της την πατρίδα της. Λίγες μέρες στο Ιράκ άρκεσαν για να αντιληφθούν ότι είχαν κάνει τη μοιραία κίνηση. Δρόμος επιστροφής δεν υπήρχε. Το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν τους καλοδέχθηκε και στη συνέχεια έκλεισε πίσω τους τις πύλες εξόδου από τη χώρα.
Ο Μάνος, παρότι ξένος στη χώρα καταγωγής του, μη γνωρίζοντας ούτε τη γλώσσα, βρέθηκε να υπηρετεί στο στρατό του Ιράκ, στην περιοχή που είναι γνωστή ως «τρίγωνο του διαβόλου», στα σύνορα Ιράκ - Ιράν - Κουβέιτ. Άντεξε μόλις 6 μήνες. Λιποτάκτησε. Δεν στάθηκε τυχερός. Οι αρχές του Ιράκ τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στη φυλακή, όπου και θα παρέμενε για 3 χρόνια και 8 μήνες.
Τον ρωτάμε πώς ήταν εκεί. Κομπιάζει. Οι λέξεις δεν φτάνουν. «Ένας συγκρατούμενός μου δεν άντεξε άλλο τα βασανιστήρια και αποφάσισε να αυτοκτονήσει με το μοναδικό τρόπο που είχε. Χτύπαγε το κεφάλι του στον τοίχο μέχρι που κατάφερε να ξεψυχήσει. Εκεί, μπροστά στα μάτια μας» μας διηγείται.
Και οι δικές του εμπειρίες; Μας δείχνει τα σημάδια στο σώμα του. Σημάδια από τη φάλαγγα, τα σβησμένα στο πρόσωπό του τσιγάρα, το ατελείωτο μαστίγωμα. «Έμεινα στην απομόνωση για 2 μήνες περίπου. Μας έβαζαν μέσα σε ένα κιβώτιο, μήκους και πλάτους γύρω στο 1 ½ μέτρο. Έμεινα σκυφτός εκεί για 2 μήνες». Και το υπόλοιπο διάστημα; «Ζούσα σε ένα κελί 5x3 μαζί με 15 άτομα. Παντού υπήρχαν κάμερες. Μας έβαζαν να χτυπάμε τους συγκρατούμενους. Εάν δεν το κάναμε, θα μας σκότωναν».
Όταν τον αποφυλάκισαν, το 2000, για πολλές ώρες δεν μπορούσε να θυμηθεί το ονοματεπώνυμό του, «στη φυλακή, βλέπεις, μας αποκαλούσαν με τους αριθμούς μας, εγώ ήμουν ο 481352».
«Στην Ελλάδα πότε επέστρεψες;» ρωτάμε. «Λίγους μήνες μετά, ζήτησα βίζα από την ελληνική πρεσβεία για να πάω στην Ελλάδα. Δεν μου την έδωσαν».
Έτσι αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα, στη χώρα του, παράνομα. Στην πρώτη του προσπάθεια κατάφερε να φτάσει μόλις μέχρι τη βόρεια Τουρκία. Οι τουρκικές αρχές όμως τον συνέλαβαν και τον έστειλαν σε φυλακή του τότε Κουρδιστάν. Μετά από 17 ημέρες, δραπέτευσε. Τη δεύτερη φορά, 6 μήνες μετά, επαναλήφθηκε το ίδιο. Την τρίτη φορά όμως κατόρθωσε να περάσει μόνος του τον Έβρο με φουσκωτή βάρκα, καθώς δεν είχε χρήματα για να πληρώσει τους λαθρέμπορους. Ένα μπλόκο όμως των συνοροφυλάκων στη Μάνδρα, κοντά στο Σουφλί, θα του έκλεινε για άλλη μια φορά το δρόμο. Τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα του Σουφλίου. Παρότι τους διηγήθηκε την ιστορία του, οι αρχές τον κατηγόρησαν για λαθρεμπόριο και τον έστειλαν πίσω στην Τουρκία, λάθρα. Εκεί δήλωσε Παλαιστίνιος, και αφού οι τουρκικές αρχές τον φυλάκισαν για 5 μέρες, τον άφησαν ελεύθερο. Λίγους μήνες μετά κατόρθωσε, αυτή τη φορά με επιτυχία, να φτάσει στην Αλεξανδρούπολη κι από εκεί στην Αθήνα. Ήταν αρχές του 2005.
Τον ρωτήσαμε για τα κυκλώματα των λαθρεμπόρων. «Δεν είχα χρήματα να πληρώσω, κι έτσι ήρθα μόνος. Όμως, όσο έμενα στην Τουρκία, φρόντισα να τα μάθω όλα, ώστε να ακολουθήσω την ίδια διαδρομή και τακτική. Με βοήθησαν και οι χάρτες του Google. Η καλή πιάτσα στην Τουρκία είναι στην Κωνσταντινούπολη, στην Κουρτουλούς (Τατάβλα), 2 χλμ. από την πλατεία Ταξίμ. Από εκεί, οι λαθρέμποροι οδηγούν περί τους 20-30 μετανάστες στον Έβρο. Με φουσκωτή βάρκα τους περνάνε από το ποτάμι και με τη βοήθεια των Ελλήνων τούς οδηγούν μέχρι την Αθήνα, όπου τους κρατάνε όμηρους σε κάποιο σπίτι μέχρι να πληρώσουν. Εάν τους πιάσουν οι συνοροφύλακες είτε τους επαναπροωθούν στην Τουρκία, κρυφά από τις τούρκικες αρχές, με τη βοήθεια Ελλήνων κυνηγών, είτε τους φυλακίζουν για 3 μήνες κι έπειτα τους στέλνουν στην Αθήνα, αφού πρώτα τους προμηθεύσουν τη διοικητική πράξη απέλασης. Μια δεύτερη διαδρομή είναι από την Τουρκία στη Βουλγαρία κι από εκεί στην Ελλάδα, μέσα από τα Πομακοχώρια. Η τρίτη διαδρομή είναι με βάρκα από ένα λιμάνι της Τουρκίας σε κάποιο νησί της Ελλάδας (Μυτιλήνη, Σάμος, Χίος κ.ά.). Οι διαδρομές αυτές κοστίζουν από 2.000 έως και 5.000 ευρώ».
«Εσύ πώς ακριβώς πέρασες την τελευταία φορά;» «Βρήκα κάποιον να με οδηγήσει μέχρι τα σύνορα, στην τουρκική όχθη του Έβρου. Του έδωσα 200 ευρώ για τη διαδρομή. Είχα προμηθευτεί τη φουσκωτή βάρκα και καθαρά ρούχα τα οποία είχα βάλει σε μια αδιάβροχη τσάντα, και την τσάντα αυτή σε μια άλλη σακούλα με αέρα ώστε να λειτουργεί ως σωσίβιο. Πέρασα το ποτάμι. Έπειτα άλλαξα αμέσως ρούχα και πήρα το λεωφορείο. Ήξερα για το μπλόκο της Μάνδρας, οπότε το απέφυγα. Ένας μεγάλος κίνδυνος είναι το ναρκοπέδιο, αλλά αυτά είναι πάνω από το Διδυμότειχο. Εάν το ξέρεις, δεν κινδυνεύεις».
Στην Αθήνα πια αναζήτησε δικηγόρους, ώστε να μπορέσει να νομιμοποιηθεί. «Το κύκλωμα των δικηγόρων» μας εξηγεί «δεν διαφέρει από αυτό των λαθρεμπόρων. Μου ζητάγανε χρήματα για τα πάντα. Από 2.000 ευρώ για μια κάρτα παραμονής έως και 10.000 ευρώ για την ελληνική ιθαγένεια». Άρχισε να εργάζεται στη μαύρη αγορά. Δύο χρόνια αργότερα γνωρίζει και την κοπέλα του, τη Χριστίνα, η οποία και τον πείθει να ζητήσει πολιτικό άσυλο.
«Πήγα στην Υποδιεύθυνση Αλλοδαπών, στην Πέτρου Ράλλη. Όταν έφτασα εκεί, τα ξημερώματα κάποιου Σαββάτου πριν λίγους μήνες, το μόνο που έβλεπα ήταν χιλιάδες κεφάλια. Έβρεχε και οι αστυνομικοί χτυπώντας μας με γκλομπ μάς φώναζαν να καθίσουμε κάτω. Το νερό έφτανε ως τους αστραγάλους. Αρνήθηκα να καθίσω στις λάσπες. Ο αστυνομικός άρχισε να με απειλεί. Όταν όμως είδε πως μιλάω ελληνικά, άλλαξε στάση και φώναξε τον ανώτερό του. Του είπα πως είμαι Έλληνας και με οδήγησε στο γραφείο του. Εκεί του διηγήθηκα την ιστορία μου και μου έκλεισε αμέσως ραντεβού για να ζητήσω τη ροζ κάρτα, την κάρτα του αιτούντα άσυλο».
«Και τώρα τι θα κάνεις;» τον ρωτήσαμε. «Δεν ξέρω» απάντησε. «Η κάρτα αυτή λήγει σε ένα μήνα, ελπίζω να μου την ανανεώσουν». Όμως, η αλήθεια είναι πως δεν μπορεί να είναι καθόλου σίγουρος γι’ αυτό.
Ο Μάνος είναι ένα από τα εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά που γεννήθηκαν στην Ελλάδα, που φοίτησαν στην ελληνική υποχρεωτική εκπαίδευση, που η γλώσσα με την οποία σκέφτονται, ονειρεύονται και ερωτεύονται είναι η ελληνική. Αλλά η Ελλάδα, η εκ των πραγμάτων (de facto) πατρίδα τους, δεν αναγνωρίζει το δικαίωμά τους να είναι Έλληνες. Εάν ο Μάνος είχε ελληνική υπηκοότητα ενδεχομένως να μην πήγαινε ποτέ στο Ιράκ, ενδεχομένως ποτέ να μη φυλακιζόταν. Αλλά κι αν όλα αυτά ήταν μοιραίο να γίνουν, ο Μάνος σήμερα θα έπρεπε να αντιμετωπίζονταν από την πολιτεία ως ειδική περίπτωση και να τύγχανε της μέριμνας του κράτους, κι όχι να λαμβάνει τη ροζ κάρτα τού αιτούντα άσυλο. Μια κάρτα που προφανώς θα λήξει. Κι αυτός, μη έχοντας άλλη επιλογή, θα μείνει για πάντα παράνομος στη χώρα του, ένας λαθρομετανάστης Έλληνας.
_______________________________________________________________
Το κείμενο δημοσιεύεται στην Athens Voice, 15/7/2009
Ο Μάνος, παρότι ξένος στη χώρα καταγωγής του, μη γνωρίζοντας ούτε τη γλώσσα, βρέθηκε να υπηρετεί στο στρατό του Ιράκ, στην περιοχή που είναι γνωστή ως «τρίγωνο του διαβόλου», στα σύνορα Ιράκ - Ιράν - Κουβέιτ. Άντεξε μόλις 6 μήνες. Λιποτάκτησε. Δεν στάθηκε τυχερός. Οι αρχές του Ιράκ τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στη φυλακή, όπου και θα παρέμενε για 3 χρόνια και 8 μήνες.
Τον ρωτάμε πώς ήταν εκεί. Κομπιάζει. Οι λέξεις δεν φτάνουν. «Ένας συγκρατούμενός μου δεν άντεξε άλλο τα βασανιστήρια και αποφάσισε να αυτοκτονήσει με το μοναδικό τρόπο που είχε. Χτύπαγε το κεφάλι του στον τοίχο μέχρι που κατάφερε να ξεψυχήσει. Εκεί, μπροστά στα μάτια μας» μας διηγείται.
Και οι δικές του εμπειρίες; Μας δείχνει τα σημάδια στο σώμα του. Σημάδια από τη φάλαγγα, τα σβησμένα στο πρόσωπό του τσιγάρα, το ατελείωτο μαστίγωμα. «Έμεινα στην απομόνωση για 2 μήνες περίπου. Μας έβαζαν μέσα σε ένα κιβώτιο, μήκους και πλάτους γύρω στο 1 ½ μέτρο. Έμεινα σκυφτός εκεί για 2 μήνες». Και το υπόλοιπο διάστημα; «Ζούσα σε ένα κελί 5x3 μαζί με 15 άτομα. Παντού υπήρχαν κάμερες. Μας έβαζαν να χτυπάμε τους συγκρατούμενους. Εάν δεν το κάναμε, θα μας σκότωναν».
Όταν τον αποφυλάκισαν, το 2000, για πολλές ώρες δεν μπορούσε να θυμηθεί το ονοματεπώνυμό του, «στη φυλακή, βλέπεις, μας αποκαλούσαν με τους αριθμούς μας, εγώ ήμουν ο 481352».
«Στην Ελλάδα πότε επέστρεψες;» ρωτάμε. «Λίγους μήνες μετά, ζήτησα βίζα από την ελληνική πρεσβεία για να πάω στην Ελλάδα. Δεν μου την έδωσαν».
Έτσι αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα, στη χώρα του, παράνομα. Στην πρώτη του προσπάθεια κατάφερε να φτάσει μόλις μέχρι τη βόρεια Τουρκία. Οι τουρκικές αρχές όμως τον συνέλαβαν και τον έστειλαν σε φυλακή του τότε Κουρδιστάν. Μετά από 17 ημέρες, δραπέτευσε. Τη δεύτερη φορά, 6 μήνες μετά, επαναλήφθηκε το ίδιο. Την τρίτη φορά όμως κατόρθωσε να περάσει μόνος του τον Έβρο με φουσκωτή βάρκα, καθώς δεν είχε χρήματα για να πληρώσει τους λαθρέμπορους. Ένα μπλόκο όμως των συνοροφυλάκων στη Μάνδρα, κοντά στο Σουφλί, θα του έκλεινε για άλλη μια φορά το δρόμο. Τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα του Σουφλίου. Παρότι τους διηγήθηκε την ιστορία του, οι αρχές τον κατηγόρησαν για λαθρεμπόριο και τον έστειλαν πίσω στην Τουρκία, λάθρα. Εκεί δήλωσε Παλαιστίνιος, και αφού οι τουρκικές αρχές τον φυλάκισαν για 5 μέρες, τον άφησαν ελεύθερο. Λίγους μήνες μετά κατόρθωσε, αυτή τη φορά με επιτυχία, να φτάσει στην Αλεξανδρούπολη κι από εκεί στην Αθήνα. Ήταν αρχές του 2005.
Τον ρωτήσαμε για τα κυκλώματα των λαθρεμπόρων. «Δεν είχα χρήματα να πληρώσω, κι έτσι ήρθα μόνος. Όμως, όσο έμενα στην Τουρκία, φρόντισα να τα μάθω όλα, ώστε να ακολουθήσω την ίδια διαδρομή και τακτική. Με βοήθησαν και οι χάρτες του Google. Η καλή πιάτσα στην Τουρκία είναι στην Κωνσταντινούπολη, στην Κουρτουλούς (Τατάβλα), 2 χλμ. από την πλατεία Ταξίμ. Από εκεί, οι λαθρέμποροι οδηγούν περί τους 20-30 μετανάστες στον Έβρο. Με φουσκωτή βάρκα τους περνάνε από το ποτάμι και με τη βοήθεια των Ελλήνων τούς οδηγούν μέχρι την Αθήνα, όπου τους κρατάνε όμηρους σε κάποιο σπίτι μέχρι να πληρώσουν. Εάν τους πιάσουν οι συνοροφύλακες είτε τους επαναπροωθούν στην Τουρκία, κρυφά από τις τούρκικες αρχές, με τη βοήθεια Ελλήνων κυνηγών, είτε τους φυλακίζουν για 3 μήνες κι έπειτα τους στέλνουν στην Αθήνα, αφού πρώτα τους προμηθεύσουν τη διοικητική πράξη απέλασης. Μια δεύτερη διαδρομή είναι από την Τουρκία στη Βουλγαρία κι από εκεί στην Ελλάδα, μέσα από τα Πομακοχώρια. Η τρίτη διαδρομή είναι με βάρκα από ένα λιμάνι της Τουρκίας σε κάποιο νησί της Ελλάδας (Μυτιλήνη, Σάμος, Χίος κ.ά.). Οι διαδρομές αυτές κοστίζουν από 2.000 έως και 5.000 ευρώ».
«Εσύ πώς ακριβώς πέρασες την τελευταία φορά;» «Βρήκα κάποιον να με οδηγήσει μέχρι τα σύνορα, στην τουρκική όχθη του Έβρου. Του έδωσα 200 ευρώ για τη διαδρομή. Είχα προμηθευτεί τη φουσκωτή βάρκα και καθαρά ρούχα τα οποία είχα βάλει σε μια αδιάβροχη τσάντα, και την τσάντα αυτή σε μια άλλη σακούλα με αέρα ώστε να λειτουργεί ως σωσίβιο. Πέρασα το ποτάμι. Έπειτα άλλαξα αμέσως ρούχα και πήρα το λεωφορείο. Ήξερα για το μπλόκο της Μάνδρας, οπότε το απέφυγα. Ένας μεγάλος κίνδυνος είναι το ναρκοπέδιο, αλλά αυτά είναι πάνω από το Διδυμότειχο. Εάν το ξέρεις, δεν κινδυνεύεις».
Στην Αθήνα πια αναζήτησε δικηγόρους, ώστε να μπορέσει να νομιμοποιηθεί. «Το κύκλωμα των δικηγόρων» μας εξηγεί «δεν διαφέρει από αυτό των λαθρεμπόρων. Μου ζητάγανε χρήματα για τα πάντα. Από 2.000 ευρώ για μια κάρτα παραμονής έως και 10.000 ευρώ για την ελληνική ιθαγένεια». Άρχισε να εργάζεται στη μαύρη αγορά. Δύο χρόνια αργότερα γνωρίζει και την κοπέλα του, τη Χριστίνα, η οποία και τον πείθει να ζητήσει πολιτικό άσυλο.
«Πήγα στην Υποδιεύθυνση Αλλοδαπών, στην Πέτρου Ράλλη. Όταν έφτασα εκεί, τα ξημερώματα κάποιου Σαββάτου πριν λίγους μήνες, το μόνο που έβλεπα ήταν χιλιάδες κεφάλια. Έβρεχε και οι αστυνομικοί χτυπώντας μας με γκλομπ μάς φώναζαν να καθίσουμε κάτω. Το νερό έφτανε ως τους αστραγάλους. Αρνήθηκα να καθίσω στις λάσπες. Ο αστυνομικός άρχισε να με απειλεί. Όταν όμως είδε πως μιλάω ελληνικά, άλλαξε στάση και φώναξε τον ανώτερό του. Του είπα πως είμαι Έλληνας και με οδήγησε στο γραφείο του. Εκεί του διηγήθηκα την ιστορία μου και μου έκλεισε αμέσως ραντεβού για να ζητήσω τη ροζ κάρτα, την κάρτα του αιτούντα άσυλο».
«Και τώρα τι θα κάνεις;» τον ρωτήσαμε. «Δεν ξέρω» απάντησε. «Η κάρτα αυτή λήγει σε ένα μήνα, ελπίζω να μου την ανανεώσουν». Όμως, η αλήθεια είναι πως δεν μπορεί να είναι καθόλου σίγουρος γι’ αυτό.
***
Ο Μάνος είναι ένα από τα εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά που γεννήθηκαν στην Ελλάδα, που φοίτησαν στην ελληνική υποχρεωτική εκπαίδευση, που η γλώσσα με την οποία σκέφτονται, ονειρεύονται και ερωτεύονται είναι η ελληνική. Αλλά η Ελλάδα, η εκ των πραγμάτων (de facto) πατρίδα τους, δεν αναγνωρίζει το δικαίωμά τους να είναι Έλληνες. Εάν ο Μάνος είχε ελληνική υπηκοότητα ενδεχομένως να μην πήγαινε ποτέ στο Ιράκ, ενδεχομένως ποτέ να μη φυλακιζόταν. Αλλά κι αν όλα αυτά ήταν μοιραίο να γίνουν, ο Μάνος σήμερα θα έπρεπε να αντιμετωπίζονταν από την πολιτεία ως ειδική περίπτωση και να τύγχανε της μέριμνας του κράτους, κι όχι να λαμβάνει τη ροζ κάρτα τού αιτούντα άσυλο. Μια κάρτα που προφανώς θα λήξει. Κι αυτός, μη έχοντας άλλη επιλογή, θα μείνει για πάντα παράνομος στη χώρα του, ένας λαθρομετανάστης Έλληνας.
Κι όπως μας είπε ο Μάνος, αναπαράγοντας τη φράση του Τζ. Πανούση:
«Να ζει κανείς ή Έλληνας;»!
«Να ζει κανείς ή Έλληνας;»!
_______________________________________________________________
Το κείμενο δημοσιεύεται στην Athens Voice, 15/7/2009