Το περασμένο Σάββατο πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση διαμαρτυρίας με σκοπό την καταγγελία του νομοσχέδιου για την αλλαγή του κώδικα ιθαγένειας και την «ισλαμοποίηση της Ελλάδας» (sic). Η συγκέντρωση οργανώθηκε υπό τη σκέπη μιας οργάνωσης με την επωνυμία «Πανελλήνια Επιτροπή Πατριωτικών και Εκκλησιαστικών Συλλογών και Φίλων του Αγίου Όρους». Στην πραγματικότητα επρόκειτο για συγκέντρωση της ευρύτερης άκρας δεξιάς. Επιβεβαιωτικό αυτού ήταν και τα σχετικά μηνύματα που στάλθηκαν σε όσους αναγνωρίζονταν ως «αντίπαλοι», πχ «Το Σάββατο 5/2 σκουλήκια λαθραίοι κρυφτείτε στις τρύπες σας. Αρχίζει η κυνηγητική περίοδος. ΑΙΜΑ & ΤΙΜΗ».
Η συγκέντρωση θα πραγματοποιούνταν στα Προπύλαια. Από το βράδυ όμως της Παρασκευής, μια ομάδα αντιεξουσιαστών πραγματοποίησε αντί-συγκέντρωση με συμβολική κατάληψη της Πρυτανείας ως «μία κίνηση αντίθεσης στην προγραμματισμένη διαδήλωση που έχουν εξαγγείλει μέλη ακροδεξιών οργανώσεων που αντιτίθενται στο νέο νομοσχέδιο για τα δικαιώματα των μεταναστών» - όπως αναφέρει η σχετική ανακοίνωση. Μέχρι το μεσημέρι του Σάββατου είχαν συγκεντρωθεί στα Προπύλαια περί τα 2000 άτομα από τον αντιεξουσιαστικό και τον ευρύτερο χώρο της άκρας αριστεράς. Ως εκ τούτου, η συγκέντρωση της άκρας δεξιάς μεταφέρθηκε στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη.
Το μεσημέρι του Σαββάτου όποιος ανηφόριζε τη Σταδίου βρίσκονταν ανάμεσα στα δύο άκρα: εκ δεξιών οι ενάντιοι του νομοσχεδίου και εν γένει των μεταναστών, και εξ αριστερών οι υπέρμαχοι.
Η συγκέντρωση αυτή με την αντίστοιχή της αντί-συγκέντρωση σηματοδοτεί μια καινούργια περίοδο στην Ελλάδα όπου ομάδες του αντιεξουσιαστικού χώρου, συντεταγμένα, στέκονται απέναντι σε ομάδες του ακροδεξιού χώρου, με συγκεκριμένο ιδεολογικό πρόταγμα, αυτό του αντί-φασισμού. Πρόκειται για μια σύγκρουση εξαιρετικά συνήθης στην Ευρώπη αλλά καινοφανής στην Ελλάδα.
Ο απλός πολίτης όμως που ανηφορίζει τη Σταδίου δεν δύναται να αντιληφθεί τις διαφορές της μίας συγκέντρωσης από την άλλη. Μεσούσης δε της οικονομικής κρίσης (και παράκρουσης), ελαχίστως ενδιαφέρεται για το διακύβευμα τόσο των μεν όσο και των δε. «Άκρα είναι και τα δύο», μονολογούν οι περαστικοί. Κι επειδή τα εξ αριστερών άκρα κάνουν συχνά πυκνά αισθητή την παρουσία τους και ενοχλούν τον απλό πολίτη, ενώ τα εκ δεξιών άκρα εμφανίστηκαν εσχάτως με αμπαλάζ θελκτικό: χρησιμοποιούν φιλικό προς τον πολίτη λόγο, υψώνουν την Εθνική σημαία και ψάλλουν τον Εθνικό ύμνο … η πλάστιγγα του πολίτη που δεν έχει ασχοληθεί με το θέμα κι έχει και τόσα άλλα να αντιμετωπίσει στην καθημερινότητά του, μάλλον γέρνει προς τους τελευταίους, σε πρώτη τουλάχιστον ανάγνωση.
Ποιος όμως είναι ο λόγος της άκρας δεξιάς, από πού όμως αντλεί τη θελκτικότητά του και τι κινδύνους ελλοχεύει;
Το βασικό χαρακτηριστικό του ακροδεξιού λόγου είναι ότι δεν είναι ακραίος. Ο ακροδεξιός λόγος δεν θα πει ποτέ «θάνατος στους μετανάστες» αλλά θα μιλήσει για την «αφύπνιση του ελληνικού λαού … ενάντια στις μεθοδευμένες προσπάθειες των διαφόρων ανθελληνικών κέντρων αποφάσεων, οι οποίες αποβλέπουν στη βαθμιαία συρρίκνωση των Εθνικών μας Συνόρων, στην αλλοίωση της εθνικής μας ταυτότητας με τις κατευθυνόμενες μαζικές ελληνοποιήσεις και στην ισοπέδωση κάθε ελληνορθόδοξου στοιχείου σύμφωνα με τις προσταγές της παγκοσμιοποίησης» - απόσπασμα από το κείμενο που συνόδευε το κάλεσμα ενάντια στο νομοσχέδιο. Συνεπώς, η ακρότητα γίνεται αντιληπτή και επιβάλλεται στον ακροατή από τα συμφραζόμενα, ως λογικό επακόλουθο κι όχι ως προσταγή.
Ο ακροδεξιός λόγος συμμαχεί με τον κοινό νου και την κοινοτοπία. Κολακεύει τον μέσο πολίτη (ο όρος χρησιμοποιείται ως στατιστικό μέγεθος) δηλώνοντας την έγνοιά του για τα προβλήματά του, και χρησιμοποιεί τον στερεοτυπικό λόγο μέσω του οποίου διοχετεύει ιδέες και ιδεοληψίες που κινητοποιούν το ένστικτο επιβίωσης, το οποίο εξ ορισμού δεν φιλτράρεται από την κριτική σκέψη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η φράση των Αυτόνομων Εθνικιστών που εξηγεί τους λόγους που επιτέθηκαν σε αντι-ρατσιστική εκδήλωση σε πολιτιστικό κέντρο των Αμπελοκήπων: «όλες αυτές οι μειονότητες των παρακρατικών αριστεριστών που στηρίζουν κάθε ξένο στοιχείο, αδιαφορώντας για τους Έλληνες αδερφούς μας (η φτώχεια και η ανεργία να θυμίσουμε ότι χτυπούν κόκκινο στην επαρχία) είναι ανάγκη να απομονωθούν από τους πολίτες σε κάθε γειτονιά και κάθε συνοικία.»
Ο ακροδεξιός λόγος έχει συνειδητά κενά. Παρέχει το πλαίσιο εντός του οποίου εισρέουν οι ασυνείδητες ιστορικές εχθρότητες. Παράδειγμα η φράση του προέδρου του ΛΑΟΣ: «όταν ο τόπος μας έχτιζε Παρθενώνες αυτοί ζούσαν πάνω στα δέντρα»
Ο ακροδεξιός λόγος έχει ως άγημα το φόβο του άλλου. Ο ένας «δυστυχής» καθιστά υπεύθυνο του προβλήματός του τον έτερο «δυστυχή» τον οποίο και αποβάλλει από την κοινωνία και άρα τον χρίζει περισσότερο δυστυχή από τον εαυτό του, καθώς εκτός των άλλων είναι και ξένο σώμα, με αποτέλεσμα να αισθάνεται ασφαλής και εύχαρις μέσα από αυτή την τεχνητή διαδικασία ανωτεροποίησης: γίνομαι ανώτερος καθιστώντας εσένα κατώτερό μου.
Με λίγα λόγια, ο ακροδεξιός λόγος επιστρατεύει τα απωθημένα του απλού πολίτη. Εξάλλου είναι κοινός τόπος ότι εάν αφήναμε ελεύθερα τα συναισθήματα μας και κινούμασταν με μόνο γνώμονα το ίδιον συμφέρον σε επίπεδο ενστίκτου, θα οδηγούμασταν σε αγριότητες.
Αντιθέτως, η άκρα αριστερά δίνει έμφαση στο περιεχόμενο του λόγου ακόμα κι όταν εκφέρει την πλέον παράλογη ιδέα. Η άκρα αριστερά θα πει : «Θάνατος στους φασίστες» αλλά αυτό θα είναι το αποτέλεσμα ενός λόγου εντός ιδεολογικού πλαισίου, ο οποίος είναι καταδικαστέος και από τους ιδίους εάν γίνει πράξη. Προφανώς και η άκρα αριστερά συνιστά ακρότητα. Σε κάθε κοινωνία όμως που υπάρχει ακροδεξιά, φανερή όπως «σήμερα» ή λανθάνουσα όπως «εχθές», υπάρχει και άκρα αριστερά. Η άκρα αριστερά δεν είναι αυτοτροφοδοτούμενη. Ενυπάρχει ως αντίδραση στην άκρα δεξιά.
Στην κοινωνία όμως που επιθυμούμε ιδανικά να ζούμε αποτελεί προϋπόθεση να μπορεί κάποιος να ανηφορίζει τη Σταδίου ανενόχλητος δίχως να φοβάται ότι μπορεί να κινδυνέψει εκ δεξιών ή εξ αριστερών. Αυτό όμως προϋποθέτει συγκεκριμένες πράξεις από όλους όσους βρίσκονται στον ενδιάμεσο χώρο.
Τούς τελευταίους μήνες η εσκεμμένη πόλωση της κοινωνίας για ποικίλους λόγους που σε καμία περίπτωση δεν αφορούν το καθ’ εαυτό προκείμενο (τους μετανάστες σήμερα, τον όποιον άλλο μειονεκτούντα αύριο) οδηγεί στη φασιστοποίηση της κοινωνίας που όταν αυτή ολοκληρωθεί θα είναι τραχιά, αιματηρή, μη αντιστρέψιμη και οπωσδήποτε καθολική- είναι σαφές ότι δεν υφίσταται επιλεκτικός φασισμός. Συνεπώς, όσον είναι καιρός πρέπει να την εμποδίσουμε επιστρατεύοντας την κριτική σκέψη και τη λογική μας.
Ένα πρώτο βήμα είναι η ορθή διατύπωση του διλήμματος. Το ψευδό- δίλημμα τύπου «άκρα δεξιά ή άκρα αριστερά» / «αριστεροί ή πατριώτες»/ «μετανάστες ή γηγενείς» / «ψηλοί ή κοντοί» κ.ο.κ, θα πρέπει να αντικατασταθεί με το ορθό: Επιθυμούμε μια κοινωνία συνοχής και συνύπαρξης ή μια φασίζουσα κοινωνία με εμφυλιακές συγκρούσεις;
Ο επιλέγων το δεύτερο φέρει και την ιστορική ευθύνη έναντι των απογόνων του.