[ Είναι όλοι αυτοί Έλληνες; Είναι.]
Ριχάρδος ή Κώστας; Ριχάρδος, αλλά μικρό με φώναζαν Κώστα, έτσι, για ευκολία.
Μητέρα από τις Σεϋχέλλες και πατέρας από Γκάνα. Γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν στη Βηρυτό, όπου η μητέρα πήγε ως οικονομικός μετανάστης και ο πατέρας με τη ναυτιλιακή εταιρεία όπου δούλευε. Εκεί, κάπου στα 1975, όταν ξεσπά ο εμφύλιος πόλεμος στον Λίβανο και η Βηρυτός διαιρείται κατά μήκος της μουσουλμανικής και χριστιανικής γραμμής, η εταιρεία του πατέρα μεταφέρεται στην Ελλάδα και οι γονείς του Ριχάρδου ακολουθούν. Λίγους μήνες μετά, γεννιέται και ο Ριχάρδος ή Κώστας.
Ο Ριχάρδος γεννήθηκε και μεγάλωσε στους Αμπελόκηπους Αθηνών. Στην ηλικία των 5 ετών οι γονείς του χώρισαν και ο πατέρας έφυγε από την Ελλάδα. Έμειναν μόνοι, ο Ριχάρδος και η μητέρα του, η οποία εργαζόταν ως οικιακή βοηθός για να μεγαλώσει το γιο της. Ο Ριχάρδος έδινε από πολύ μικρός καθημερινές μάχες. Εξάλλου ήταν μαύρος από μονογονεϊκή οικογένεια χαμηλού εισοδήματος. Διόλου εύκολος συνδυασμός.
Φοίτησε στο 19ο Δημοτικό και στο 56ο Γυμνάσιο Αμπελοκήπων και ακολούθησε το 6ο Τεχνικό Επαγγελματικό Λύκειο. Σε όλη τη διάρκεια των μαθητικών του χρόνων ήταν ο μόνος «Έλληνας με ξενικά χαρακτηριστικά», όπως συνηθίζει να λέει. Προβλήματα πολλά δεν αντιμετώπισε, αλλά όπως τονίζει «είναι θέμα χαρακτήρα. Ήμουν δυνατός και ήξεραν πως δεν μπορούσαν να μου ‘‘την πουν’’».
Από την ηλικία των 14 χρόνων συμμετείχε στην ομάδα μπάσκετ και στην ομάδα στίβου. Συνέχισε στίβο στην ομάδα του Πανελληνίου και κατόρθωσε να είναι ο 7ος στην κατηγορία του. Όμως οι πόρτες ήταν κλειστές στη συμμετοχή του στο πανελλήνιο πρωτάθλημα. Όχι πως δεν είχε τα προσόντα. Τουναντίον. Απλώς δεν είχε ιθαγένεια.
Στην ηλικία των 20 ετών αποφάσισε να εγκαταλείψει τον αθλητισμό. «Με κούρασε ψυχολογικά αυτή η άρνηση. Εξάλλου είχα φτάσει όσο ψηλά μου επιτρέπανε. Για παραπάνω… προϋπόθεση αποτελούσε η ιθαγένεια»
Ο Ριχάρδος άλλωστε δεν ζούσε μια εύκολη ζωή. Εκτός από το σχολείο και τον αθλητισμό, ήταν υποχρεωμένος και να εργάζεται, αρχικά για να συνεισφέρει στην οικογένεια, και κατόπιν, με την ενηλικίωσή του, για να έχει τα απαραίτητα ένσημα και να ανανεώνει την κάρτα παραμονής του. «Θυμάμαι να είμαι πάντα σε ένα κυνήγι ενσήμων. Οι φίλοι μου είχαν την πολυτέλεια να αναζητούν μια καλή δουλειά, ακόμα και να μένουν άνεργοι. Εγώ όχι. Έπρεπε να κάνω όποια δουλειά έβρισκα μόνο και μόνο για να μη χάσω την κάρτα παραμονής και με απελάσουν»
Έδωσε Πανελλήνιες και πέρασε στη σχολή Εμποροπλοιάρχων – ήθελε να ακολουθήσει το δρόμο του πατέρα του. Αλλά δεν υπολόγισε έναν παράγοντα: η σχολή ήταν πολύ μακριά και για να πηγαίνει και να μπορεί ταυτοχρόνως να εργάζεται, θα έπρεπε να έχει μεταφορικό μέσο. Όμως, για να βγάλει άδεια οδήγησης (για μηχανάκι) έπρεπε το τότε Υπουργείο Μεταφορών να τον ταυτοποιήσει ως κάτοχο Πράσινης Κάρτας. Την εποχή όμως εκείνη δεν υπήρχε παρόμοιο σύστημα ταυτοποίησης στο Υπουργείο Μεταφορών.
Έτσι, ματαιωμένος για άλλη μια φορά, εγκατέλειψε τα σχέδιά του για σπουδές και αφοσιώθηκε στην προσπάθεια της πολιτογράφησής του. Την πρώτη φορά που ξεκίνησε τις διαδικασίες απευθύνθηκε σε δικηγόρο. Ήταν 20 χρονών. Ο δικηγόρος τού ζήτησε και έλαβε 500.000 δρχ. ως αμοιβή. Πέρασαν όμως δύο χρόνια και δεν είχε λάβει καμία απάντηση. Έτσι, αποφάσισε να αναλάβει μόνος του.
Τα λοιπά πέντε χρόνια θα τα περάσει μεταξύ Δήμου, Περιφέρειας και Υπουργείου Εσωτερικών. «Η διαδικασία σκάλωνε στο ότι το Υπουργείο Εσωτερικών χρειαζόταν ισχύουσα κάρτα παραμονής για να προχωρήσει στην πολιτογράφηση, αλλά εγώ, όπως και χιλιάδες άλλοι, τη λάμβανα πάντα ληγμένη»
Ήταν 25 χρονών όταν επιτέλους κατόρθωσε να βγάλει άκρη: την ισχύουσα κάρτα τη λάμβανε το ΥΠΕΣ αλλά δεν την καταχώριζε στο σύστημα. Βρήκε την κάρτα του σε μια πελώρια κούτα, εκεί, σε κάποιο από τα αρμόδια γραφεία. «Δεν θέλω να πιστέψω ότι το έκαναν σκόπιμα επειδή είμαι μαύρος. Αλλά και πάλι… για ποιον άλλο λόγο να το έκαναν; Ίσως για χρήματα. Αλλά εγώ ποτέ δεν θα λάδωνα για να πάρω την ελληνική ιθαγένεια»
Η υπηκοότητα του παραχωρήθηκε στις 25 Μαΐου 2003. Ήταν 27 χρονών. «Θυμάμαι την ημέρα εκείνη ως την πιο ευτυχισμένη της ζωής μου»
«Τι άλλαξε την ημέρα εκείνη πραγματικά;» τον ρωτάμε. «Τίποτα» απαντά ύστερα από σκέψη. «Απλώς σταμάτησα να φοβάμαι. Ένιωσα ότι απέκτησα πλέον το δικαίωμα να διεκδικήσω τα όνειρά μου»
«Έγινες Έλληνας με αυτό το χαρτί;» «Όχι. Ήμουν Έλληνας»
«Τι είναι η ελληνικότητα;» «Η γλώσσα», απαντά δίχως δισταγμό, και συμπληρώνει: «Πατρίδα είναι η συνείδηση, η αλληλεπίδραση με τους ανθρώπους που μοιράζεσαι την ίδια κοινωνία, τους ίδιους κανόνες, τα ίδια προβλήματα»
«Το χρώμα δεν επηρεάζει;» «Ποτέ δεν αντιλήφθηκα τον εαυτό μου ως μαύρο, ως διαφορετικό. Μόνο μέσα από την αντίδραση των άλλων, που άλλες φορές ήταν υπερβολικά θετική ή δίχως λόγο αρνητική. Ποτέ όμως απολύτως φυσιολογική»
«Τι έκανες μόλις πήρες την υπηκοότητα;» «Πήγα φαντάρος. Στις Ειδικές Δυνάμεις. Ήμουν, έως τότε, ο τρίτος που κατάφερε να γίνει δεκτός στο Σώμα των Ειδικών Δυνάμεων»
«Γιατί εκεί;» «Γιατί μου άρεσε ο αθλητισμός και γιατί έμοιαζε δύσκολο»
«Πώς σε δέχθηκαν μέσα;» «Ε, προφανώς είχα ασύλληπτα καψώνια, κυρίως κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής μου για τις Ειδικές Δυνάμεις. Αλλά ήθελα να πετύχω, οπότε άντεξα»
«Δεν ένιωσες την ανάγκη να αποδείξεις και να επιδείξεις την ελληνικότητά σου;» «Όχι. Ήξερα την παγίδα αυτή. Απλώς προσπαθούσα να μην αδικούμαι μόνο και μόνο επειδή είμαι Έλληνας με ξενικά χαρακτηριστικά»
«Αδικήθηκες ποτέ;» «Ε, βέβαια. Αφού πέρασα επιτυχώς τις εξετάσεις στη σχολή Ειδικών Δυνάμεων και ήρθα 36ος στο σύνολο, δηλαδή σε πολύ υψηλή θέση, με κόλπα με εμπόδισαν να καταταγώ στο σώμα αλεξιπτωτιστών. Ενώ πάντα παίρνουν τους πρώτους 41, όταν με είδε ο διοικητής έφερε ρύθμιση με την οποία κατ’ εξαίρεση εκείνη τη χρονιά θα έπαιρναν μόνο τους πρώτους 35! Το κακό είναι ότι μαζί με εμένα αδικήθηκαν και οι άλλοι!»
Σήμερα, ο Ριχάρδος, ως νομικά κατοχυρωμένος Έλληνας πολίτης, εργάζεται στα ΕΛΤΑ με σύμβαση έργου και οδηγεί νταλίκες που μεταφέρουν αυτοκίνητα της Hertz, και, στον ελεύθερο χρόνο του, ονειρεύεται την επόμενη ημέρα. Στην ερώτησή μας σχετικά με το νομοσχέδιο που φέρνει η κυβέρνηση για την αλλαγή του κώδικα ιθαγένειας, δεν απαντά. Χαμογελά πονηρά. Είναι προφανές πως δεν πιστεύει πως θα συμβεί κάτι παρόμοιο. «Δηλαδή τα παιδιά πλέον θα παίρνουν την ιθαγένεια δίχως να περνάνε την ταλαιπωρία που πέρασα εγώ;» εκστομίζει δειλά και ύστερα αφήνεται σε σκέψεις.
Τι θα ήθελες να συμβουλεύσεις τα παιδιά που θα πάρουν σε λίγους μήνες την ελληνική ιθαγένεια; «Keep walking… Έχει πολύ δρόμο μετά»
Με τη νέα χρονιά η κυβέρνηση φέρνει νομοσχέδιο βάσει του οποίου τα παιδιά των μεταναστών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα ή ήρθαν σε μικρή ηλικία και φοίτησαν σε ελληνικό σχολείο για 3 ή 6 χρόνια θα μπορούν να λαμβάνουν την ελληνική ιθαγένεια.
Η διαδικτυακή δημόσια διαβούλευση του νομοσχεδίου που ολοκληρώθηκε την 7η Ιανουαρίου δημιούργησε την εντύπωση ότι οι Έλληνες αντιδρούν «καθέτως και οριζοντίως», για να χρησιμοποιήσω την έκφραση βουλευτή του ΛΑΟΣ. Τα σχόλια όμως στην ηλεκτρονική αυτή διαβούλευση σε καμία περίπτωση δεν είναι αντιπροσωπευτικά της ελληνικής κοινωνίας. Όχι μόνο γιατί οι χρήστες του διαδικτύου δεν ξεπερνούν το 15% του πληθυσμού, αλλά και γιατί η ομοιομορφία των ενθέρμως αρνητικών μηνυμάτων πρόδιδε την προέλευση και το στόχο τους. Ήταν καταφανώς υποκινούμενα από συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα και λοιπούς σχηματισμούς που αναζητούν ταυτότητα, χώρο, αλλά και «πελατεία» (θορυβημένοι από την έλευση Σαμαρά).
Στην πραγματικότητα, θα δυσκολευτούμε να βρούμε έναν Έλληνα που με το χέρι στην καρδιά θα δεχόταν να περνάνε τα παιδιά αυτά τόσες ματαιώσεις όσες και ο Ριχάρδος μόνο και μόνο επειδή το χρώμα τους ή και το ονοματεπώνυμό τους δεν προσομοιάζουν στα δικά μας.
***