Η ιστορία τους κατέγραψε ως «οι ένοχοι άντρες»
(the guilty men). Ο λόγος για μια σειρά Βρετανών κορυφαίων πολιτικών στον μεσοπόλεμο. Ανάμεσά
τους και ο τελευταίος πριν τον Churchill
Πρωθυπουργός, ο Chamberlain, καθώς και οι
Πρωθυπουργοί MacDonald και Baldwin, γνωστοί ως το «καθεστώς MacDonald – Baldwin.»
Η αιτία ήταν η Βρετανική πολιτική του
κατευνασμού (appeasement) σε σχέση με τη ναζιστική Γερμανία. Όχι, οι προθέσεις
τους δεν ήταν να προδώσουν τη χώρα τους. Απλώς ίσως να μην κατάλαβαν. Δεν
κατάλαβαν πως όταν διακυβεύεται η δημοκρατία, δεν υπάρχουν περιθώρια για
στρατηγικές που προτάσσουν το πολιτικό, το ατομικό ή το κομματικό όφελος έναντι
του εθνικού οφέλους. Υποστήριξαν μέχρι την τελευταία στιγμή την προσπάθεια να έρθει
η Βρετανία δια της διπλωματικής οδού σε συνθηκολόγηση με τη χιτλερική Γερμανία,
με στόχο τη διατήρηση της ειρήνης στη χώρα τους. Το αποτέλεσμα ήταν η Βρετανία
να μην έχει εξοπλιστεί καταλλήλως και να έχει χάσει την πρωτοκαθεδρία της στην
αεροπορία- ο στόλος της να ήταν ο μισός από αυτόν της ναζιστικής Γερμανίας κατά
την έναρξη του πολέμου.
Γιατί το έκαναν αυτό; Γιατί θεωρούσαν πως η
κοινή γνώμη δεν ήθελε έναν ακόμα πόλεμο, έναν ακόμη ευρωπαϊκό πόλεμο. Όπως είχε
πει ο Baldwin,
«Ας υποθέσουμε ότι είχα απευθυνθεί προς
τη χώρα λέγοντας ότι η Γερμανία επανεξοπλιζόταν και ότι εμείς δεν πρέπει να
υστερήσουμε, υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι αυτή η ειρηνόφιλη δημοκρατία θα
είχε υποστηρίξει αυτήν τη δήλωση εκείνη τη δεδομένη στιγμή; Από την πλευρά μου
πάντως δεν μπορώ να φανταστώ πιο σίγουρο τρόπο για μια ήττα στις εκλογές». Και πράγματι έτσι ήταν. Η κοινή γνώμη δεν
ήθελε πόλεμο. Μέχρι που ήρθε ο Τσώρτσιλ και έπεισε, «επιστρατεύοντας την
αγγλική γλώσσα και στέλνοντάς την στην μάχη», πως έπρεπε να πολεμήσουν για την
Ευρώπη. Η θέση του δεν ήταν διόλου δημοφιλής, ήταν όμως η εθνικά σωστή.
Εδώ παρενθετικά να σημειώσω ότι στην
εξαιρετικά σημαντική ταινία Darkest
Hour η συγκινητική σκηνή στον υπόγειο όπου ο Τσώρτσιλ
ρωτάει τους πολίτες αν πρέπει να παραδοθούν ή να πολεμήσουν και οι πολίτες
απαντούν «να πολεμήσουμε» κι έτσι, κατά την ταινία, ο Τσώρτσιλ παίρνει τη
μεγάλη απόφαση να μπει η Βρετανία στον πόλεμο, δεν έχει και πολύ μεγάλη σχέση
με την πραγματικότητα. Ο Τσώρτσιλ είχε πάρει την απόφαση αυτή και προσπαθούσε
να πείσει Πρωθυπουργούς και βουλευτές, πολύ πριν γίνει ο ίδιος Πρωθυπουργός.
Όπως γράφει ο ίδιος άλλωστε στο βιβλίο του ο
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, «Κρίνοντας την
πολιτική της βρετανικής κυβέρνησης, είναι λάθος να λησμονούμε το πάθος για
ειρήνη, το οποίο διαπότιζε την απληροφόρητη, παραπλανημένη πλειοψηφία του
βρετανικού λαού και φαινόταν να απειλεί με πολιτική εξόντωση κάθε κόμμα ή
πολιτικό που τολμούσε να εκφέρει διαφορετική άποψη». Για να συνεχίσει
λέγοντας: «Αυτό, βεβαίως, ουδόλως
δικαιολογεί πολιτικούς ηγέτες, οι οποίοι δεν στάθηκαν στον ύψος των
περιστάσεων. Είναι προτιμότερο τα κόμματα ή οι πολιτικοί να απομακρύνονται από
τα αξιώματα τους παρά να θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή του Έθνους»
Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Όχι πάντως για να
κάνω μια ιστορική αναδρομή. Απλώς, να, αυτοί οι «ένοχοι άντρες» μου έχουν έρθει
στο νου αυτές τις βδομάδες. Αυτές τις τελευταίες βδομάδες που η κυβέρνηση
παίζει τα ρέστα της εξαπολύοντας μια πρωτοφανή επίθεση στους πολιτικούς της αντιπάλους,
κατασκευάζοντας τη μεγαλύτερη σκευωρία στη μεταπολίτευση κατά αυτών που τους
θεωρεί αντιπάλους της, πιστεύοντας πως έτσι θα κρατηθεί στην εξουσία. Αυτές τις
βδομάδες που στην πραγματικότητα συντελείται ένα βραδείας καύσης κοινοβουλευτικό
πραξικόπημα. Αυτές τις βδομάδες που η κυβέρνηση φλερτάρει με την εσχάτη
προδοσία. Αυτές τις βδομάδες που η μόνη
διάκριση που μπορεί να υπάρξει στο πολιτικό σύστημα είναι αυτή μεταξύ
δημοκρατίας και ολοκληρωτισμού, μεταξύ αυτών που θέλουν να προστατεύουν τη
δημοκρατία μας και αυτών που επιθυμούν την πολωνοποίηση της χώρας μας. Αυτές λοιπόν τις βδομάδες έχουν κάνει την
εμφάνισή τους διάφοροι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είτε σιωπώντας είτε
πράττοντας, με πράξεις ή παραλείψεις, που ίσως «να μην καταλαβαίνουν» επίσης.
Είτε γιατί προτάσσουν το ατομικό τους πολιτικό συμφέρον, είτε γιατί προτάσσουν
αυτό που πιστεύουν πως είναι προς το συμφέρον του κόμματός τους, είτε γιατί
ανιχνεύουν κάποιο πολιτικό κόστος στην υπευθυνότητα και δεν το αντέχουν.
Και κάπως έτσι αυτές τις βδομάδες κάποιοι
υπουργοποιούνται (υπάρχει μια ακόμη ομοιότητα μεταξύ του βρώμικου ‘89 και του
βρώμικου ’18: και τα δύο είχαν υπουργό Κουβέλη), κάποιοι παρέχουν υποστήριξη στη
σκευωρία με δηλώσεις τους ή και τείνουν επικοινωνιακή χείρα βοηθείας, κάποιοι κρατούν
ίσες αποστάσεις ουδετερότητας, κάποιοι έχουν το νου τους κάπου άλλου πχ να μην
συνταχθούν στο μέτωπο ενάντια στην προσπάθεια αλλοίωσης του πολιτεύματος για να
μην ταυτιστούν με άλλα αντίπαλα κόμματα κτλ κτλ κτλ.
Ναι όλα αυτά ενίοτε γίνονται. Όμως προϋπόθεση
είναι οι συνθήκες κανονικότητας. Όταν το διακύβευμα είναι η ίδια η δημοκρατία,
όταν η πρόκληση αφορά τον τόπο, τότε δεν υπάρχουν περιθώρια για σκέψεις
κατώτερες των περιστάσεων.
Ο καθένας βέβαια αποφασίζει φυσικά μόνος τους
πως τα τοποθετηθεί απέναντι σε ιστορικές προκλήσεις. Όμως η Ιστορία δεν
χαρίζεται σε κανέναν. -