Κι όπως παρακολουθώ αμήχανα το ζόφο που με αυξανόμενη ένταση ξεχύνεται
αυτές τις μέρες από την κυβέρνηση μετά το περίφημο κλείσιμο της συμφωνίας, είτε
με τη μορφή χυδαίων υπουργικών τοποθετήσεων στα ΜΜΕ και στα Μέσα Κοινωνικής
Δικτύωσης, είτε με τις αποκαλύψεις για παρακρατικές συμπεριφορές σπείρας από
υπουργούς, ενώ η εγκληματικότητα να δρα ανενόχλητη, και το σκηνικό αυτό να
ντύνεται ταιριαστά με τα σκουπίδια που ξεχειλίζουν στους δρόμους της πόλης κι όλοι
μας να συνεχίζουμε ένα αγώνα επιβίωσης σα να μη συμβαίνει τίποτα το ιδιαίτερο,
ήρθε στο νου μου το βιβλίο «Περί τυφλότητος» του Ζοζέ Σαραμάγκου, ως μόνη ικανή
εξήγηση. Και σε αυτό ανέτρεξα.
Στην παραβολή αυτή που δεν είναι παρά μια αλληγορία ενάντια στον
ολοκληρωτισμό, ο ένας πολίτης μετά τον άλλο νόμισαν πως είδανε το φως για να
καλυφθούν αιφνιδίως από τη γαλακτερή λευκότητα, την τυφλότητα. «Μάτια που έπαψαν να βλέπουν, μάτια που ήταν
εντελώς τυφλά, που βρίσκονταν όμως σε άριστη κατάσταση» περιγράφει ο
γιατρός το περιστατικό που μόλις εξέτασε, λίγο πριν καταληφθεί και ο ίδιος από
αυτή τη γαλακτερή λευκότητα και ακολουθήσει και τους υπόλοιπους στην καραντίνα,
σε ένα φρενοκομείο που υπέδειξε η κυβέρνηση για όσους είχαν χτυπηθεί από την
πρωτοφανή μολυσματική νόσο. Και το «αχρηστευμένο φρενοκομείο» έγινε ο κόσμος
τους όλος. Όπως έχει γίνει και ο δικός μας.
Εκεί στο αχρηστευμένο φρενοκομείο, οι άνθρωποι γίνονταν ζώα, η
αυτοδικία ήταν ο νόμος και «κάθε κανόνας ανθρωπιάς εξαφανιζόταν» σα να μην
υπήρξε ποτέ. «Ο άνθρωπος σε όλα
συνηθίζει, ειδικά όταν έχει πάψει πια να
είναι άνθρωπος» σκέφτεται η σύζυγος του γιατρού που τον ακολούθησε στην
καραντίνα ψευδόμενη πως είχε επίσης χτυπηθεί από την «λευκή πληγή». Κι είναι
αυτή που σα κάπως να τους βοηθά κρύβοντας όμως καλά το ότι είναι η μόνη που
βλέπει- ακριβώς επειδή βλέπει.
Κι όταν πια όλη η πόλη είχε πληγεί από τη γαλακτερή τυφλότητα και ήταν
εκ των πραγμάτων ελεύθεροι να βγουν από την καραντίνα, με οδηγό τους τη σύζυγο
του γιατρού αντίκρισαν, μέσα από τα μάτια της, την πόλη: «Δρόμοι έρημοι, παντού υπάρχουν σκουπίδια, κάποια μαγαζιά έχουν την
πόρτα τους ανοιχτή, τα περισσότερα όμως είναι κλειστά».
«Μια εξουσία τυφλών που θέλουν
να κυβερνούν τυφλούς» ήταν οι λέξεις που χρησιμοποίησε
η σύζυγος του γιατρού για να εξηγήσει ποια ήταν η νέα κατάσταση της πόλης.
Και αυτά τα λόγια είναι τόσο ταιριαστά στην κατάστασή μας πια, εδώ
έγκλειστοι σε ένα αχρηστευμένο φρενοκομείο. Και η κατάσταση θα χειροτερεύει. Οι
επιθέσεις θα γίνουν πιο λυσσαλέες και βορβορώδεις, το παρακράτος θα δρα ακόμα
πιο απροκάλυπτα, και εμείς, οι πολίτες, σιωπηλοί και τρομαγμένοι θα αναζητούμε
τρόπους τυπικής επιβίωσης, ενώ ολοένα θα βουλιάζουμε στο βούρκο, για να μπορούν
να αυτοί να κυβερνούν.
«Χωρίς μέλλον το παρόν δεν
έχει καμία αξία» σκέφτηκε η σύζυγος του γιατρού
αναζητώντας τρόπους για να επιβιώσει η ομάδα που την ακολούθησε.
Αυτό το μέλλον που πρέπει να χτίσουμε, αυτή την ελπίδα για το μέλλον
που θα πρέπει να ανακαλύψουμε ώστε να υπάρχει παρόν, αυτό θα ναι και η δύναμη
μας απέναντι σε όσους βολεύονται στη γαλακτερή λευκότητα.
Στο έργο του Ζοζέ Σαραμάγκου η λευκή τυφλότητα όπως άξαφνα χτύπησε τους
πολίτες, έτσι άξαφνα υποχώρησε, κι άρχισαν ο ένας μετά τον άλλο να βλέπουν,
καλύτερα από πριν. Σε μας;
«Γιατί τυφλωθήκαμε, Δεν ξέρω,
ίσως μια μέρα να καταφέρουμε να μάθουμε το λόγο, Θέλεις να σου πω αυτό που
νομίζω, Λέγε, Νομίζω πως δεν τυφλωθήκαμε, νομίζω πως είμαστε τυφλοί, Τυφλοί που
βλέπουν, Τυφλοί που δεν βλέπουν, κι ας βλέπουν» ήταν ο
διάλογος που ακολούθησε μεταξύ του γιατρού και της συζύγου του.
* Το άρθρο δημοσιεύεται στο Capital.gr