Ο ψυχρά επαγγελματικός τρόπος με τον οποίο εκτέλεσε ο Νορβηγός Μπρέιβικ το διπλό έγκλημα, μας φέρνει στο μυαλό την απολογία του Άντολφ Άιχμαν – διαβόητου στέλεχος των SS, επιφορτισμένου με τη μεταφορά των Εβραίων στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης- όπως την κατέγραψε η Χάννα Άρεντ στο βιβλίο της «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ».
Ο Άιχμαν κατά την απολογία του δικαστήριο δεν είχε την όψη του διαβόλου (devil) όπως περίμεναν όλοι να αντικρίσουν, αλλά, όπως γλαφυρά γράφει η Άρεντ: «Όλοι μπορούσαν να δουν ότι αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν τέρας αλλά κλόουν»*. Εξ ου και ο υπότιτλος του βιβλίου: «Μια έκθεση για την κοινοτοπία του κακού» (A report of the banality of Evil).
Ο Άιχμαν δεν είχε τίποτα προσωπικό κατά των Εβραίων, αντιθέτως, όπως γράφει η Άρεντ «είχε πολλούς προσωπικούς λόγους για να μην είναι κατά των Εβραίων» υπονοώντας την Εβραία συγγενή της μητέρας του με την οποία είχε καλές σχέσεις. Έτσι και ο Μπρέιβικ δεν είχε τίποτα προσωπικό κατά των μουσουλμάνων ή των παιδιών και των στελεχών του εργατικού κόμματος που δολοφόνησε. Αντιθέτως, ο για πολλά χρόνια καλύτερος του φίλος ήταν μετανάστης μουσουλμάνος και οι γονείς του άνηκαν στο εργατικό κόμμα.
Ο Μπρέιβικ, σύμφωνα με μαρτυρίες των φίλων του, ήταν έξυπνος και πρόσχαρος και τους έκανε να γελάνε. Αντιστοίχως, ο Άιχμαν ήταν «ένας ιδανικός πατέρας και σύζυγος, ένας άνθρωπος με θετικές απόψεις».
Ο Άιχμαν στην απολογία του τονίζει με ιδιαίτερο ζήλο την καλή κοινωνία (good society) με την οποία βρέθηκε να συνομιλεί ισότιμα όταν ανέλαβε την αποστολή για τη μεταφορά των Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και, σύμφωνα με την Άρεντ, ήταν η κρίσιμη στιγμή κατά την οποία η συνείδησή του αποσύρθηκε ή μάλλον «άρχισε να μιλά με τη φωνή της ευυπόληπτης κοινωνίας». Και ο Μπρέιβικ στο μανιφέστο του τονίζει ότι πήρε το βάπτισμα στο βίαιο εξτρεμισμό κατά τη συνάντηση των Ναϊτών του Λονδίνο το 2002 στην οποία ήταν το νεαρότερο μέλος ενώ τα υπόλοιπα μέλη «δεν ήταν οι τυπικοί, μη προνομιούχοι ρατσιστές σκίνχεντ, αλλά επιτυχημένοι επιχειρηματίες, πολιτικοί ηγέτες, οικογενειάρχες, Χριστιανοί συντηρητικοί άλλα και αγνωστικιστές ακόμα και άθεοι»… η καλή κοινωνία, επίσης.
Όπως ο Άιχμαν παραδέχθηκε τα εγκλήματά του δηλώνοντας, όμως, ότι δεν ήταν ένοχος ενώπιον του νόμου καθώς ότι διέπραξε το διέπραξε στο νομικό πλαίσιο του ναζιστικού κράτους, και ότι ο ίδιος «ήταν απλώς νομοταγής πολίτης που εκτελούσε εντολές του Χίτλερ και των ανωτέρων του». Έτσι κι ο Μπρέιβικ παραδέχεται τις πράξεις του αλλά δηλώνει αθώος καθώς ότι διέπραξε το διέπραξε για να σώσει «την Ευρώπη από την επικράτηση των μουσουλμάνων», όπως φέρεται να έχει πει στο δικαστήριο. Η σωτηριολογική αίσθηση καθήκοντος και το έγκλημα υπακοής (crime of obedience) είναι ευκρινή και στις δύο περιπτώσεις. Εξάλλου και ο Γκέμπελς, στον οποίο καταφεύγει ο Άιχμαν στην απολογία του, δήλωνε ότι ο πόλεμος ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου των Γερμανών που είτε θα εξολόθρευαν τους εχθρούς τους (τους Εβραίους) είτε θα εξολοθρεύονταν (από τους Εβραίους). Κάπως έτσι και ο Άντρες. Για το καλό όχι μόνο της Νορβηγίας αλλά και όλης της Ευρώπης διέπραξε τα εγκλήματά του, που δεν ήταν παρά το αναγκαίο τίμημα για τη σωτηρία μας.
Η Άρεντ τέλος αναρωτιέται αν η περίπτωση του Άιχμαν είναι «ένα ζήτημα αυτό-εξαπάτησης σε συνδυασμό με εξωφρενική ηλιθιότητα ή απλώς μια περίπτωση ενός δια παντός αμετανόητου εγκληματία που δεν δύναται να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα καθώς ο ίδιος έχει γίνει μέρος του εγκλήματος του;» Για να καταλήξει ότι καμία ποινή δεν θα μπορούσε να είναι αρκετή για τον Άιχμαν μια και οι πράξεις του δεν εμφορούνταν από μίσος, αντισημιτισμό ή κάποιο παγκόσμιο κακό, αλλά «απλώς δεν είχε συνείδηση» (thoughtlessness).
Βέβαια δεν μπορώ παρά να παραδεχτώ ότι ακόμα και το άρθρο αυτό φαίνεται να μου υπαγορεύει ο ίδιος ο Μπρέιβικ: «Θα με χαρακτηρίσουν ως το μεγαλύτερο ναζιστικό τέρας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», γράφει στο μανιφέστο του. Αυτή ακριβώς ήταν και η περίφημη ρήση του Γκέμπελς: «Θα μείνουμε στην ιστορία ως οι σπουδαιότεροι άντρες ή οι μεγαλύτεροι εγκληματίες»…
Ο Άιχμαν κρεμάστηκε. Ο Μπρέιβικ μάλλον θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του σε μια φυλακή ωσάν μάρτυρας, πεπεισμένος για την ανωτερότητα και αναγκαιότητα της πράξης του. Υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους δύο εγκληματίες. Ο Άιχμαν συνελήφθη και δικάστηκε αφού είχαν εκτελεστεί 17 εκ Εβραίοι, Ρομά και άλλες μειονοτικές ομάδες. Ενώ ο Μπρέιβικ και οι ομοϊδεάτες του είναι μόλις στην αρχή, με 80 νεκρούς απολογισμός, μιας πράξης ενός έργου που έχει ξαναπαιχθεί στο παρελθόν. Έχει δε ενδιαφέρον ότι και οι Εβραίοι θεωρούνταν παράνομοι μετανάστες (illegal migrants).
Και αν για τον Άιχμαν η δίκη αφορούσε την ικανοποίηση των επιζώντων, για τον Μπρέιβικ δεν αυτό μόνο το ζήτημα. Η διαχείριση του μύθου του έχει πολύ μεγάλη σημασία για το μέλλον της Ευρώπης. Όπως άλλωστε τονίζει ο σπουδαίος αναλυτής του φασισμού Πάχτον στο άρθρο του «Πέντε στάδια Φασισμού»: «Ο αυθεντικός φασισμός στη Δυτική Ευρώπη θα είναι κοσμικός και κατά των μουσουλμάνων».
Η ιστορία, ναι, επαναλαμβάνεται ως φάρσα, αλλά πάντα με τις ίδιες ολέθριες συνέπειες για την ανθρωπότητα.
Ας κάνουμε επιτέλους κάτι πριν να είναι πολύ αργά, αν δεν είναι ήδη.
* Τα αποσπάσματα σε εισαγωγικά σχετικά με το Άιχμαν προέρχονται από το βιβλίο της Χάννα Άρεντ «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ».