Φωτογραφία: Μανώλης Παπαδάκης
______________________________________________________________Τον Σαλίου τον γνώρισα την ημέρα που γεννήθηκε, όταν οι γονείς του με φώναξαν για να τους βοηθήσω. Έκτοτε τον παρακολουθώ να μεγαλώνει και δεν υπάρχει μέρα που να μη σκέφτομαι σε τι ζωή έχουμε καταδικάσει το παιδί αυτό, όπως και τόσα πολλά άλλα παιδιά. Κάπως έτσι προέκυψε και αυτό το κείμενο, μια αφήγηση που μου ψιθύρισε ο Σαλίου…
με λένε σαλίου, είμαι 15 μηνών, ο μπαμπάς μου είναι ο μασάμπα απο τη σενεγάλη και η μαμά μου η... αχ, όχι, ο μπαμπάς λέει να μη λέω για τη μαμά γιατί είναι, λέει, παράνομη. δηλαδή η μαμά δεν είναι κακιά, απλώς δεν έχει χαρτιά (μη με ρωτάτε τι είναι τα «χαρτιά», δεν ξέρω) και ήρθε στην ελλάδα κρυφά γιατί ο μπαμπάς την αγαπούσε πολύ και δεν ήθελε να είναι μακριά. α, κατάλαβα, «χαρτιά» είναι κάτι που κρατάνε τη μαμά μακριά από το μπαμπά.
η πρώτη μέρα της ζωής μου; α, η μαμά φώναζε πολύ. κι ο μπαμπάς φώναζε, αλλά στο τηλέφωνο. όμως δεν έρχονταν οι γιατροί κι ο μπαμπάς έφυγε για να ζητήσει βοήθεια απ’ αλλού. όταν είδα τη μαμά για πρώτη φορά, είχε αίματα παντού. δεν μπορούσε να με πάρει κοντά της γιατί ήμουν δεμένος με κάτι που έπειτα το έκοψε με τα δόντια της. μετά ήρθε ο μπαμπάς και μας αγκάλιασε και έκλαιγε κι αυτός και έλεγε πως ποτέ δεν θα μας ξαναφήσει.
γενικά μέχρι τώρα, καλά περνάω. πάω συχνά στο μαγαζί του μπαμπά και μ’ αρέσει όταν έρχονται τα παιδιά που πουλάνε τις τσάντες. καμιά φορά όμως δεν μ’ αρέσει πολύ γιατί επιστρέφουν στεναχωρημένα και λένε στο μπαμπά ότι τους τις πήρανε τις τσάντες και ότι δεν έχουν λεφτά και τότε ο μπαμπάς τους δίνει λεφτά και τρώμε όλοι μαζί και είναι καλύτερα.
εγώ δεν έχω άλλη ιστορία να διηγηθώ αλλά μπορώ να σας διηγηθώ την ιστορία που θα ζήσω.
σε λίγα χρόνια θα πάω σχολείο. εκεί όμως τα άλλα παιδάκια δεν θα είναι σαν εμένα. τα άλλα παιδάκια θα έχουν λευκό χρώμα και θα έχουν μαμά. δηλαδή κι εγώ θα έχω μαμά αλλά η δική μου η μαμά δεν θα με πηγαίνει στο σχολείο γιατί η μαμά δεν έχει χαρτιά.
στο σχολείο τα αλλα παιδάκια στην αρχή δεν θα με αγαπάνε πολύ και δεν θα με παίζουν, αλλά μετά θα μ’ αγαπάνε γιατί κι εγώ θα τα αγαπώ. μόνο οι δάσκαλοι δεν θα μπορούν να λένε το όνομά μου, αλλά αυτό δεν θα είναι και τόσο κακό γιατί τα άλλα παιδάκια θα γελάνε πολύ.
μετά θα πάω γυμνάσιο. εκεί, στην αρχή δεν θα είναι πολύ καλά, αλλά μετά θα με αγαπάνε γιατί θα παίζω ποδόσφαιρο και θα είμαι πολύ καλός. μετά όμως δεν θα με αγαπάνε και τόσο γιατί δεν θα έχω πιστοποιητικό γεννήσεως (μη με ρωτάτε τι είναι το «πιστοποιητικό γεννήσεως», δεν ξέρω) και δεν θα μπορώ να συμμετέχω σε αγώνες της ομάδας της γειτονιάς. α, κατάλαβα, «πιστοποιητικό γεννήσεως» είναι κάτι που αν το έχεις, παίζεις ποδόσφαιρο.
έπειτα στην τελευταία τάξη, ο καθηγητής θα μας πει πως θα πάμε εκδρομή σε άλλη χώρα μακριά. α, ξέχασα να σας πω ότι ο μπαμπάς πάει συχνά σε άλλη χώρα μακριά. πάει στη σενεγάλη και βλέπει το αδελφάκι μου. α, δεν σας είπα πως έχω ένα αδελφάκι τριών χρόνων που όμως δεν μπορεί να είναι εδώ μαζί μας γιατί δεν έχει χαρτιά. ο μπαμπάς πάει και τον βλέπει και έπειτα μας φέρνει φωτογραφίες και η μαμά κλαίει πολύ κάθε φορά που βλέπει τις φωτογραφίες.
τι έλεγα; α, ναι, εγώ θα είμαι πολύ χαρούμενος που θα πάω με τους φίλους μου εκδρομή σε άλλη χώρα μακριά, αλλά ο μπαμπάς θα μου πει πως δεν μπορώ να πάω γιατί δεν έχω διαβατήριο (μη με ρωτάτε τι είναι το «διαβατήριο», δεν ξέρω) κι εγώ τότε δεν θα είμαι πολύ χαρούμενος και θα κλαίω λίγο. α, κατάλαβα, διαβατήριο είναι κάτι που αν δεν το έχεις δεν σ’ αφήνουν να πας εκδρομή.
α, δεν σας είπα ότι μια μέρα που θα είμαι με τους φίλους μου θα έρθουν κάτι κύριοι με στολές και θα μου ζητάνε χαρτιά. έπειτα θα με βάλουν σ’ ένα άσχημο μέρος και θα μου λένε πως θα με στείλουν σε άλλη χώρα μακριά. μετά όμως θα έρθει ο μπαμπάς με τα δικά του χαρτιά και θα με βγάλει απο εκεί. κι αυτό θα γίνεται πολύ συχνά, μέχρι που θα σταματήσω να νομίζω πως είναι πολύ άσχημα στη φυλακή.
μετά θα πάω πανεπιστήμιο για να γίνω δικηγόρος. εκεί, τα παιδιά θα θυμώνουν καμιά φορά γιατί θα με ρωτάνε τι ψηφίζω αλλά εγώ δεν... δεν θα απαντώ, γιατί εγώ δεν... δεν είμαι έλληνας, δηλαδή τα άλλα παιδιά θα μου το λένε αυτό. εγώ βέβαια θα τους λέω πως είμαι, αλλά αυτά θα μου λένε πως δεν υπάρχουν μαύροι έλληνες κι εγώ δεν θα καταλαβαίνω. αλλά στο τέλος θα με αγαπάνε γιατί θα παίζω μουσική και θα χορεύουνε και θα περνάμε πολύ καλά.
μετά όμως δεν θα είμαι και τόσο χαρούμενος γιατί δεν θα μπορώ να βρω καμία δουλειά και τελικά δεν θα γίνω δικηγόρος. θα κάνω τη δουλειά του μπαμπά. μετά θα παντρευτώ και δεν θα θέλω να κάνω παιδιά για να μην είναι λυπημένα. αλλά μετά θα κάνω παιδιά και θα είμαι μόνο εγώ λυπημένος, γιατί αυτά στην αρχή δεν θα ξέρουν πόσο λυπημένα θα γίνουν μετά.
αυτή είναι η ιστορία της ζωής που θα ζήσω.
άντε γεια, τώρα.
με αγάπη, σαλίου
***
Η νέα κυβέρνηση δεσμεύτηκε τόσο προεκλογικά όσο και στις προγραμματικές δηλώσεις της για αλλαγή του Κώδικα Ιθαγένειας, έτσι ώστε τα παιδιά των μεταναστών που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, και ελπίζω και τα παιδιά που έχουν έρθει σε μικρή ηλικία και έχουν λάβει την ελληνική υποχρεωτική εκπαίδευση, να αποκτούν το δικαίωμα στην ελληνική ιθαγένεια. 250.000 τουλάχιστον παιδιά, αλλά και ενήλικες που ήταν κάποτε παιδιά αλλά τώρα έχουν αποκτήσει τα δικά τους παιδιά (τρίτη γενιά μεταναστών), αναμένουν, προσδοκούν, ελπίζουν – για άλλη μια φορά. Η νομική αναγνώριση των ανθρώπων αυτών ως Ελλήνων είναι το πρώτο βήμα. Έπονται πολλά και δύσκολα βήματα έως ότου να φτάσουμε στο σημείο, ως κοινωνία και ως μονάδες, να αποδεχτούμε ότι ένας Έλληνας θα μπορούσε να έχει αφρικανικά ή ασιατικά ή Άπω Ανατολής χαρακτηριστικά. Χρειάζεται να αναθεωρηθούν βαθιά ριζωμένα στερεότυπα και συλλογικές φοβίες, πράγμα διόλου εύκολο για μια τόσο εσωστρεφή κοινωνία. Και αυτόν το δρόμο θα τον διανύσει καθένα από τα παιδιά αυτά, κατά μόνας. Το ελάχιστο, συνεπώς, που μπορεί και οφείλει να κάνει το κράτος είναι να θωρακίσει νομικά τα παιδιά αυτά. Έτσι ώστε τουλάχιστον να μην ντρέπονται που είναι Έλληνες.
________________________________________________________
* Το κείμενο αναδημοσιεύτηκε στην ATHENS VOICE, 26/11/2009