«Εκ των υστέρων απορώ με το χρόνο που είχαμε στη διάθεσή μας»Ουίνστον Τσώρτσιλ, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
«Ποιος άλλος θα μπορούσε να περάσει τέτοια μέτρα δίχως να ανοίξει ρουθούνι;», αυτή η φράση-ερώτηση, ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο σε διάφορες παραλλαγές που την ακούς σε δημόσιες ή μη συζητήσεις –ακόμα και ο πρωθυπουργός της Γαλλίας φέρεται να το έχει πει σύμφωνα με δημοσιογραφικές πηγές–, τρυπά το μυαλό μου.
Σάμπως και τα μέτρα αυτά που θυμίζουν πολεμικές επανορθώσεις,η ταπείνωση αυτή του τόπου μας, ήταν και είναι αναπόφευκτα και δεν υπάρχουν εθνικές ευθύνες μιας παρέας κυνικών ανθρώπων που με δόλιο τρόπο υφάρπαξαν την εξουσία και τη διατηρούν χάρη στο αίσθημα αδιεξόδου και συνενοχής της κοινοβουλευτικής ομάδας ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ με μοναδικό στόχο τη νομή της, με όποιο τίμημα και όποιο κόστος για την Ελλάδα. Λες και αυτή η φτωχοποίηση και περιθωριοποίηση του τόπου μας δεν αφορά όλους εμάς άλλα κάποιους άλλους. Λες και όλα όσα συμβαίνουν τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες στη δικαιοσύνη, στα ΜΜΕ, στην παιδεία, στην υγεία, στην εξωτερική πολιτική και τα εθνικά θέματα, δηλαδή στο τρόπο διακυβέρνησής τους που βασίζεται σε δύο πυλώνες: σοβιετοποίηση της κοινωνίας και συμφωνίες με αυτούς που καταγγέλλονται ως διαπλεκόμενοι έως ότου προσεγγίσουν τη νέα εξουσία, δεν θέτουν θέμα δημοκρατίας στο σκληρό πυρήνα της.
Το επιχείρημά τους είναι όλο και όλο η ερώτηση: καλά εμείς φταίμε για την ύφεση, τη μείωση μισθών και συντάξεων, τη διόγκωση της ανεργίας την περίοδο 2010-15; Για όλα τα κακά φταίνε οι τελευταίοι δεκαοκτώ μήνες; Η απάντηση είναι ότι, ναι, εσείς φταίτε γιατί αντί τον Ιανουάριο του 2015 να αρχίσει η έξοδος από το μνημόνιο και η ανάκτηση των απωλειών, πήγαμε μίλια πίσω. Μπήκαμε στο τρίτο μνημόνιο μέχρι το 2018 και στη συνέχεια στο διαρκές μνημόνιο. Και μάλιστα με τα οικονομικά δεδομένα του Ιανουαρίου του 2015 και όχι του 2010-2012. Φαντασθείτε τι θα συνέβαινε αν χειριζόσασταν εσείς την κατάσταση το 2010-2012 με τον τρόπο που τη χειρίζεστε το 2015-2016! Ναι, εσείς φταίτε γιατί παρεμποδίσατε την εθνική ενότητα που ήταν αναγκαία, γιατί δηλητηριάσατε το μυαλό και τη ψυχή της κοινωνίας με ψέματα, συκοφαντίες και ανευθυνότητες.
Κι επειδή οι κυβερνώντες προφανώς δεν κατεβάζουν στο δρόμο οργανωμένες ομάδες για να καίνε και να καταστρέφουν, αυτό σημαίνει ότι όλοι εμείς, οι πολίτες, είμαστε ευχαριστημένοι και όλα καλά; Αυτό το μήνυμα στέλνουν εντός και εκτός συνόρων οι κυβερνώντες;
Αν ναι, λάθος μήνυμα στέλνεται. Η κοινωνία είναι απελπισμένη και τρομαγμένη. Νιώθει αδύναμη να αντιμετωπίσει αυτό το εθνικολαϊκιστικό μόρφωμα που με έμμεσο ή άμεσο τρόπο εκτοξεύει απειλές προς κάθε πολίτη που τολμά να αμφισβητεί ή να ασκεί κριτική, που τολμά να προτάσσει τον ορθό λόγο, που διεκδικεί το δικαίωμα της επιβίωσης αλλά και της ποιότητας ζωής, προς κάθε πολίτη που τολμά να μην έχει χαμηλές προσδοκίες. Προς κάθε πολίτη που αντιλαμβάνεται πως όλο αυτό δεν οδηγεί κάπου, πως δεν υπάρχει εθνικό σχέδιο μήτε και πρόθεση εθνικής ανάτασης παρά μόνο επιβολής ενός «άλλου καθεστώτος» που έχει ήδη ξεκινήσει καθώς μόνον έτσι θα μπορούν να ασκούν για πάντα εξουσία – με τη «μαδουροποίηση» του τόπου μας. Προς κάθε πολίτη που γνωρίζει πως όσο θα συνεχίζουν ανεμπόδιστοι οι Σύριζα-Ανέλ μαζί με τον τρίτο αθέατο εταίρο τους, η κατάληξη θα είναι να καταστεί η δραχμή αναπόφευκτο αίτημα για να τραφεί ο λαός.
Και είναι λογικό να νιώθει αδύναμη. Η αντιπολίτευση, με καλή πρόθεση ενδεχομένως, θυμίζει τη βρετανική κυβέρνηση των MacDonald και Baldwin το ’30, που ενώ η Γερμανία του Χίτλερ επανεξοπλίζονταν με ξέφρενους ρυθμούς και τα πάντα προμήνυαν το κακό που θα έρχονταν, εκείνοι εργάζονταν μακάριοι για τον αφοπλισμό της Βρετανίας και της Γαλλίας (η πολιτική του κατευνασμού), πιστεύοντας πως την ειρήνη τη διατηρείς εγκωμιάζοντας τα προτερήματά της. Κι αυτό γιατί; Γιατί κάνουν τη σκέψη: ας περάσει ο Τσίπρας τα μέτρα να μην έχω εγώ το κόστος. Σάμπως και όλα θα είναι φυσιολογικά σε μια λογική εναλλαγής εξουσιών, όπου κάποια στιγμή θα φύγει ο ένας και θα έρθει κάποιος άλλος και η ζωή συνεχίζεται. Σάμπως να μην έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα αντικοινοβουλευτικό –όπως δείχνει η πρακτική του– μόρφωμα, σάμπως να μην κινδυνεύει η ίδια η υπόσταση της χώρας, οι ζωές μας.
Κι αν υπάρχει ένας λόγος για να κατέβουμε στους δρόμους την 15η Ιουνίου –μια πρωτοβουλία που ξεκίνησε από λίγους νέους ανθρώπους δίχως πολλή σκέψη σαν μια κραυγή– είναι αυτός: για να στείλουμε το μήνυμα προς κάθε αποδέκτη, εκτός και εκτός των συνόρων, ότι καθόλου δεν είμαστε «ευχαριστημένοι», ότι αυτό που συμβαίνει στον τόπο μας δεν είναι ανεκτό, πως δεν είναι αποδεκτή αυτή η κυβέρνηση, το «άλλο καθεστώς», πως δεν έχει λαϊκή νομιμοποίηση, πως δεν έχουμε συμφιλιωθεί με την ιδέα του εθνικού θανάτου, πως δεν θα επιτρέψουμε την κατάλυση της δημοκρατίας. Για να ενώσουμε τις φωνές μας, όλοι μαζί, δίχως τα απομεινάρια του διχασμού, και να πούμε το πολύ απλό: όσο εσείς είστε στην κυβέρνηση, η Ελλάδα κινδυνεύει, η δημοκρατία κινδυνεύει.
Δεν είμαστε ανόητοι, δεν πιστεύουμε πως με την κραυγή αυτή, «παραιτηθείτε», θα παραιτηθούν. Δεν θα παραδώσουν εύκολα αυτό που με τόσο κόπο κατέκτησαν ποινικοποιώντας όλη τη μεταπολίτευση και δηλητηριάζοντας και διχάζοντας τη ελληνική κοινωνία. Δεν θα παραιτηθούν, φυσικά. Αλλά θα έχουμε στείλει ένα μήνυμα απαίτησης εθνικής συνέγερσης.
Όσο για όσους γνήσια αγωνιούν λέγοντας «κι αν φύγουν αυτοί, ποιοι θα έρθουν» η απάντηση είναι απλή: όσοι μπορούν και κυρίως θέλουν να είναι μέρος της λύσης του προβλήματος.