Έπεσε η Ελιά στο Ποτάμι και έτσι δεν μας παρέσυρε η δίνη
Ή αλλιώς, όταν η πολιτική υπευθυνότητα γίνεται ελάττωμα και ο πολιτικός οπορτουνισμός πλεονέκτημα
Η αρθρογράφος περιγράφει τη «λύση» στο πρόβλημα της συσπείρωσης των δυνάμεων που κινούνται σχηματικά στο χώρο μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ: ο Βενιζέλος αποχωρεί και ΠΑΣΟΚ- Ελιά, το Ποτάμι και οι προερχόμενοι από τη ΔΗΜΑΡ σχηματίζουν ένα ενιαίο φορέα υπό την ηγεσία του Σπύρου Λυκούδη. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει μέσα από έξι σημεία:
1. στο πολιτικό σύστημα της χώρας μας υπάρχουν δύο πόλοι ισχυροί, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ που δεν συγκλίνουν
2. υπάρχει η ανάγκη ενός ενδιάμεσου προοδευτικού πόλου
3. το ΠΑΣΟΚ που θα μπορούσε να έχει αυτόν το ρόλο, δεν μπορεί να τον υποστηρίξει διότι επιβαρύνεται με την προσπάθεια εξόδου από την κρίση
4. ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ είναι ένας ικανός πολιτικός, είναι «ωραίος τύπος με χιούμορ και γοητεία» που συμπαθεί πολύ η κα. Κουναλάκη, αλλά δεν κάνει γα αρχηγός διότι δεν μπορεί να «επαναπατρίσει» (;) κάποιους που η αρθρογράφος αποκαλεί «γαπικούς» (;)
5. το Ποτάμι είναι μια καλή λύση διότι είναι στον ενδιάμεσο χώρο, έχει την επίφαση της προοδευτικότητας, έχει μπόλικο ελεύθερο χρόνο μια και δεν ασχολείται με την εθνική προσπάθεια εξόδου από την κρίση, ο πρόεδρος του έχει επικοινωνιακό χάρισμα, ... αλλά είναι «λίγο χύμα»
6. ο Σπύρος Λυκούδης είναι «γλυκός», «αξιοπρεπής», «ανιδιοτελής», μπορεί να κάνει τον «γεφυροποιό» ώστε να ενωθεί η κεντροαριστερά, να διασφαλιστεί η ενότητα του ΠΑΣΟΚ (ενότητα ποιου με ποιόν άραγε;) και ικανοποιεί τις προϋποθέσεις που έθεσε ο Στ. Θεοδωράκης ως ιδρυτής νέου πολιτικού κόμματος που απεχθάνεται το παλιό και δικαιώνει τη μειοψηφία της ΔΗΜΑΡ που αυτή τη στιγμή βρίσκεται διασπαρμένη σε διάφορες ατομικές επιλογές των βουλευτών της που αποχώρησαν από την ΚΟ της ΔΗΜΑΡ που δεν ήθελε αλλά αποδέχθηκε την επανεκλογή του Φ. Κουβέλη ως προέδρου της!
Αντιπαρέρχομαι του γεγονότος ότι ακριβώς την ίδια επιχειρηματολογία την διάβασα σε άρθρο του Ανδρέα Παπαδόπουλου προ εβδομάδων με τον τίτλο «Δεν είναι καιρός για μαγαζάκια» όπου καλούσε τα άλλα κόμματα και κινήσεις της κεντροαριστεράς τα ενωθούν υπό το Ποτάμι το οποίο είναι ένα «έτοιμο κόμμα» αφήνοντας το Πασοκ και τον πρόεδρο του να κάνει τη «βρώμικη δουλειά» της εξόδου της χώρας μας από την κρίση. Ένα άρθρο που με τρόμαξε ο κυνισμός του και το θεώρησα μοναδικό στο είδος, αλλά εν τέλει πρόκειται για σχολή σκέψης. Η μόνη διαφορά είναι οτι ο κ. Παπαδόπουλος δεν βλέπει ως αρχηγό τον κ. Λυκούδη αλλά τον κ. Θεοδωράκη.
Ας δούμε όμως τα επιχειρήματα της σκέψης αυτής.
Πράγματι στο πολιτικό σύστημα σήμερα υπάρχει, όπως πάντα, ένας διπολισμός, μόνο που αυτός είναι ένας μικρός, τεχνητός και κωμικοτραγικός διπολισμός. Που η απόλυτη εκφραστή του ήταν στο διχαστικό ψευδεπίγραφο δίλημμα, μνημόνιο – αντιμνημόνιο. Καμία σχέση δεν έχει με πλατιά κοινωνική βάση, η οποία στην πλειοψηφία της ζητά συνεργασίες και συναινέσεις υπέρ πατρίδος.
Πράγματι υπάρχει όχι η ανάγκη ενός προοδευτικού πόλου αλλά η ενδυνάμωση αυτού, ο οποίος είναι εδώ, δίνει μάχες καθημερινά, διαμορφώνει εθνική στρατηγική αλλά είναι αποδυναμωμένος γιατί διάφορα στελέχη τόσο του ΠΑΣΟΚ (και ναι κάποιοι από αυτούς ίσως να μιλούν στο όνομα του κ. Παπανδρέου και να την «βγαίνουν» από αριστερά... αυτούς εννοεί η αρθρογράφος ως «γαπικούς»;) όσο και του ευρύτερου χώρου της δημοκρατικής παράταξης, της κεντροαριστεράς της ευθύνης, επέλεξαν τον καναπέ του σπιτιού τους είτε για να καταψύξουν το πολιτικό τους κεφάλαιο είτε για να το εκκολάψουν, αυτοαναγόμενοι σε εθνικό κεφάλαιο της επόμενης ημέρας, ασχέτως αν αυτή δεν ήταν και δεν είναι διόλου δεδομένη.
Πράγματι το ΠΑΣΟΚ, οι βουλευτές του και ο Πρόεδρος του, Ευ. Βενιζέλος, έχουν επωμιστεί το δύσκολο ρόλο της προσπάθειας εξόδου από την κρίση. Εργάζονται νυχθημερόν, επί 4 χρόνια, για να αποφευχθεί η εθνική καταστροφή που ήταν ante portas, για να βγει η χώρα μας από την κρίση που δημιουργήθηκε επί κυβερνήσεως της ΝΔ (2004-2009), για να αποκατασταθούν οι κοινωνικές αδικίες που επιβλήθηκαν με το πιστόλι στο κρόταφο από τους δανειστές μας για να αποφευχθούν τα τρισχειρότερα.
Και ναι, το ΠΑΣΟΚ, οι βουλευτές του και ο Πρόεδρος του, δεν έχουν καθόλου ελεύθερο χρόνο για επικοινωνιακές πολιτικές και παρφουμαρίσματα. Και δεν είναι πολύ «γλυκούλιδες» γιατί είναι στο μέτωπο. Στην πρώτη γραμμή ενός λυσσαλέου οικονομικού πολέμου. Ενός πολέμου που όμως τον κερδίζουν. Τον κερδίζουμε. Τον κερδίζει η χώρα, έστω και με μεγάλες απώλειες για τους πολίτες και για την παράταξη.
Και πράγματι, τώρα που διαφαίνεται ότι κερδίζεται ο πόλεμος εμφανίζονται κάτι «ξεκούραστα» παλικάρια με επικοινωνιακά χαρίσματα (ο ελεύθερος χρόνος βοηθάει την επιδερμίδα), και δηλώνουν όχι μόνο παρών αλλά καταγγέλλουν και αυτούς που είναι ακόμα στο μέτωπο! Κι αυτό αφορά και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ας μην μπω στον κόπο να ρωτήσω που ήταν όλοι αυτοί οι «ξεκούραστοι» όταν η χώρα μας κινδύνευε. Είπαμε ... κατέψυχαν ή εκκόλαπταν το πολιτικό τους κεφάλαιο. Αλλά και που είναι τώρα; Στην προετοιμασία για τη νέα νομή εξουσίας, σε μια στιγμή που ακόμα όλα είναι κρίσιμα;
Θα ήταν καλοδεχούμενο κι εθνικά έντιμο αν ερχόντουσαν να συνθέσουν και να προσθέσουν, γιατί φυσικά και χρειάζεται και νέο αίμα και νέες ιδέες και διάθεση και ορμή και συστράτευση.
Όχι δεν προτείνεται όμως κάτι τέτοιο. Αυτό που προτείνεται είναι η κατασκευή ενός οχήματος για τους «ξεκούραστους», για αυτούς που λιποτάκτησαν τις κρίσιμες ώρες. Ενός σχήματος που θα αποτελέσει μαξιλαράκι στον μικρό διπολισμό είτε από τη μία πλευρά είτε από την άλλη- ότι κάτσει, αρκεί κάποιοι να εκλεγούν κάπου. Κι αν κάτι είναι «νέο» σε αυτό το σχήμα είναι οι «νέες» μορφές πολιτικού οπορτουνισμού. Και είναι νέες, μολονότι παμπάλαιες, διότι πλαισιώνονται με επικοινωνιακά event τύπου προώθησης προϊόντος.
Η χώρα μας όμως δεν είναι προϊόν, ούτε και έχει ανάγκη από εγωκεντρικές συμπεριφορές και τέτοια αυτοαναφορικά σχήματα. Η χώρα μας έχει ανάγκη από εθνική συστράτευση. Η χώρα μας έχει ανάγκη από πολιτικούς που δεν φοβούνται το πολιτικό κόστος, που έχουν το θάρρος να μπουν στην μάχη υπέρ πατρίδας, υπέρ των πολιτών.
Και το αισιόδοξο είναι ότι αυτό γίνεται. Νέα παιδιά, νέοι πολιτικοί, συστρατεύονται μαζί με τους βουλευτές και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ που αντέχουν, υπομένουν και επιμένουν, κάτω από την ομπρέλα της Δημοκρατικής Παράταξης δίχως να ζητάνε τίποτα, δίχως να προσδοκούν τίποτα παρά μόνο να μπορέσουν από τη μεριά τους να συνεισφέρουν σε αυτή τη μεγάλη εθνική προσπάθεια. Και αυτό, ναι, είναι ότι πιο αισιόδοξο συμβαίνει τώρα. Με όσους αντέχουν, υπομένουν και επιμένουν, τη μάχη αυτή θα την κερδίσουμε, για τη χώρα και την παράταξη.