Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από το πολιτικό σύστημα απειλώντας τον
κοινό νου. Το φάντασμα της (δήθεν) ανάγκης για συναίνεση και συνεννόηση με την
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Εδώ και δύο μήνες, θα έλεγε κανείς από την περίοδο που ξεκίνησε η
κυβέρνηση τη μεγαλύτερη σκευωρία της μεταπολίτευσης με στόχο τον παροπλισμό των
πολιτικών της αντιπάλων, γνωστή ως Novartis (είναι και κάτι συμπτώσεις που σου
τρυπάνε το μυαλό), έκαναν την εμφάνισή τους πληθωρικά οι φωνές για την ανάγκη
«να συνεννοηθούμε πια επιτέλους!».
Μετά από τρία χρόνια κατά τα οποία δοκιμάζονται με πρωτοφανή τρόπο οι
αντοχές της χώρας, των θεσμών, της οικονομίας, της κοινωνίας, των πολιτών από
τη λαίλαπα ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ που δεν διστάζει να καταφύγει σε οποιοδήποτε μέσο για να διατηρηθεί στην εξουσία
προωθώντας συστηματικά μια αυταρχική δημοκρατία, κι ενώ όλα δείχνουν πως έχουμε
μπει πια στην τελευταία φάση των προσπαθειών της (φάση που θα είναι σκληρή,
λασπώδης και ερεβώδης), ξάφνου κάποιοι ανακάλυψαν την ανάγκη για συναίνεση.
Οι κατηγορίες των επιχειρημάτων που συνοδεύουν την απαίτηση «να
συνεννοηθούμε πια επιτέλους!» έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Είναι μια σειρά από
επιχειρήματα που λένε ότι «εντάξει αυτά συνέβαιναν πάντα», «όλα τα κόμματα τα
ίδια κάνουν», «είμαστε τόσα χρόνια στην κρίση, αν είχαμε συνεννοηθεί θα ήταν
όλα τώρα αλλιώς», κ.ο.κ. Είναι επιχειρήματα που προσφέρουν απλόχερα στο ΣΥΡΙΖΑ
την πολυπόθητη κανονικότητα, έστω και ως στρεβλή, αλλά οπωσδήποτε συμψηφιστική, απαλλάσσοντάς τον από τις
ευθύνες για όσα έχει διαπράξει αλλά και διαπράττει αυτή τη στιγμή κατά της
δημοκρατίας, των θεσμών, της χώρας.
Έχει δε ενδιαφέρον ότι η συναίνεση δίνεται δίχως να έχει ζητηθεί από
τον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε καν ως κούφιες λέξεις. Ουδέποτε ζήτησε συναίνεση ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αντιθέτως δεν αφήνει ευκαιρία που να μην καταφερθεί εναντίον της
αντιπολίτευσης, εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων με τον πιο αισχρό,
διχαστικό και αντικοινοβουλευτικό τρόπο. Εσχάτως δε αποκάλεσε τους πολιτικούς
αντιπάλους του «μαύρο μέτωπο που αποτελείται από ό,τι πιο σάπιο και διεφθαρμένο
έχει να επιδείξει αυτή η χώρα» - μια ευγενική χορηγία Τσίπρα σε όσους
ξιφουλκούν εναντίον του «αντι - συριζα» μετώπου.
Επίσης, ενδιαφέρον, ιστορικό ίσως, παρουσιάζει το ότι αρκετοί εξ αυτών
που ανακάλυψαν όψιμα το να «συνεννοηθούμε
πια επιτέλους!» στο πολύ πρόσφατο παρελθόν πετροβολούσαν το ΠΑΣΟΚ για τη
συγκυβέρνηση με τη ΝΔ ή και έφτιαχναν προσωποπαγή κόμματα διατρανώνοντας την
αντίθεσή τους με το ΠΑΣΟΚ που «έγινε ουρά της ΝΔ».
Ίσως βέβαια η απαίτηση «να συνεννοηθούμε» να μην είναι και τόσο
αβάσιμη. Ίσως πραγματικά να υπάρχει η ανάγκη να συνεννοηθούμε επιτέλους. Μεταξύ μας όμως να συνεννοηθούμε. Να
τελειώσει όλη αυτή η προσχηματική χρήση της πολιτικής. Όσοι θεωρούν ότι η
πολιτική είναι προσωπικός μηχανισμός ανέλιξης, όσοι πιστεύουν ότι οι πολίτες
είναι πρόβατα- ψηφοφόροι που αρκούνται στο να ακούν ψεύτικα λόγια και
συνθήματα, όσοι θεωρούν ότι ο εθνικολαϊκισμός είναι θεμιτό εργαλείο προσέλκυσης
ψηφοφόρων, ... όσοι πιστεύουν εντέλει πως το Βισύ ήταν κι αυτό μια επιλογή, ας
το πουν. Μην το κρύβουν πίσω από βαρύγδουπες λέξεις περί εθνικής ανάγκης για
συνεννόηση.
Το κακό δυστυχώς που έχει γίνει στον τόπο μας από την ανευθυνότητα των
αμνημόνων είναι πελώριο. Η κοινοτοπία
του κακού είναι και πάλι μπροστά μας. Για να κερδίσουν όμως κάποιοι κάποιο
χρόνο δημοσιότητας (ή κάποιο ρόλο) δεν θα ανεχθούμε την προσβολή των θεσμών
ούτε θα θέσουμε σε κίνδυνο την προοπτική της χώρας.
Ας συνεννοηθούμε πράγματι επιτέλους και ας αναλάβει ο καθένας με
παρρησία τις ευθύνες του απέναντι στον τόπο και τους πολίτες.
Κι όπως έχει γράψει ο Στέφαν Τσβάιχ στον «Αποχαιρετισμό στον Γιόζεφ
Ροτ» (1939): «Βρισκόμαστε σε πόλεμο, σε
πόλεμο του πνεύματος. Υπερασπιζόμαστε μάλιστα θέσεις επικίνδυνες. Ξέρετε όλοι
ότι στον πόλεμο, κάθε φορά που μια στρατιά ηττάται, μια μικρή ομάδα αναλαμβάνει
με αυτοθυσία να καλύψει την υποχώρηση, εξασφαλίζοντας στους νικημένους άντρες
τη δυνατότητα της ανασύνταξης. Αυτοί οι λίγοι, οι μετρημένοι στα δάχτυλα,
προβάλλουν τότε απελπισμένη αντίσταση, συγκρατώντας την ανώτερη δύναμη του
νικητή όσο το δυνατόν περισσότερο. Στέκονται και δέχονται τα πυρά του. Έχουν
τις περισσότερες απώλειες. Η αποστολή τους δεν είναι να νικήσουν τον εχθρό-
είναι πολύ λίγοι και κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον. Η αποστολή τους είναι να νικήσουν
το χρόνο, να κερδίσουν χρόνο, χρόνο πολύτιμο για να έρθουν οι ενισχύσεις, χρόνο
πολύτιμο για να δοθεί με καλύτερους όρους η επόμενη, η αποφασιστική μάχη.»
( Επίμετρο στο βιβλίο «Η κρύπτη των καπουτσίνων», του Γιόζεφ Ρότ, εκδόσεις
Άγρα)