«Μια επανάσταση που δεν στηριζόταν
σε ιδέες, ήταν ενάντια στις ιδέες. Το κοινό κάθαρμα ανέλαβε την εξουσία
συνοδευόμενο από τις μάζες που πανηγύριζαν» Th. Mann
Ένας ενδιαφέρον ορισμός για το
φασισμό έρχεται από τον M. Lipset : Ο φασισμός είναι μια ακρότητα του κέντρου που βασίζεται
στην οργή εκείνων που ήταν ανεξάρτητοι μαγαζάτορες, αγρότες, μάστορες κι άλλα
μέλη της μεσαίας τάξης και βλέπουν τώρα να συνθλίβονται από τους καλύτερα
οργανωμένους βιομηχανικούς εργάτες και μεγάλους επιχειρηματίες.
Σύμφωνα με τον R. Paxton, ο φασισμός άντλησε και
αντλεί δύναμη από την κρίση που περνά ο φιλελευθερισμός και έρχεται ως
αποτέλεσμα ενός ηθικού εκφυλισμού, υποστηρίζεται από τον όχλο που διψά για
έντονες συγκινήσεις και εντέλει θριαμβεύει εις βάρος των λογικών.
»Ο φασισμός είναι μια μορφή πολιτικής
συμπεριφοράς που χαρακτηρίζεται από μονομανή ενασχόληση με την κοινωνική
παρακμή, την ταπείνωση ή τον κατατρεγμό και από μια αντισταθμιστική προσήλωση
στην ενότητα, στην ενεργητικότητα και στον εξαγνισμό»
Η άνοδος του φασισμού
υποβοηθείται από την κρίση αλλά δεν οφείλεται αποκλειστικά σε αυτήν. Όπως αναφέρει ο M. Goodwin , «ψηφίζουμε τους ναζί επειδή η Ευρώπη είναι σε ύφεση;
Αυτό είναι ανοησία. Οι φόβοι για την εθνική κουλτούρα, ταυτότητα και τρόπο ζωής
μετράνε περισσότερο από τις υλικές φοβίες». Ενώ ο Bernard-Henri Lévy δηλώνει πως «πίσω από τον εθνικισμό υπάρχουν τα χείριστα αντανακλαστικά
ταυτότητας, οι χείριστοι σπασμοί λαϊκισμού, ακόμα και αν δεν είναι
νεοναζιστικοί»
Η «συναισθηματική λάβα» που
θεμελιώνει τα φασιστικά κινήματα είναι:
o
Κρίση που μοιάζει να μην επιδέχεται παραδοσιακές
λύσεις
o
Πίστη στην ανωτερότητα του λαού και θυματοποίηση
αυτού.
o
Φόβος της πτώσης
o
Ανάγκη ύπαρξης κοινωνίας κι η ικανοποίηση του
συναισθήματος του «ανήκειν»
o
Ανάγκη για αδιαμφισβήτητο αρχηγό
o
Ομορφιά της βίας
Η τρίτη παράμετρος παρουσιάζει
και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, δεδομένου ότι όλα τα άλλα είναι λίγο πολύ γνωστά.
***
Το βασικό χαρακτηριστικό της
Χρυσής Αυγής, όπως και όλων των άλλων φασιστικών οργανώσεων, είναι ότι πρόκειται για ένα κοινοτιστικό μόρφωμα. Ο κοινοτισμός
ικανοποιεί απολύτως το αίσθημα του «ανήκειν» και έρχεται ως πειστική απάντηση
στο φόβο, στον «οντολογικό φόβο», στον απροσδιόριστο «φόβο της πτώσης»
Η Χρυσή Αυγή, ως κατ’ εξοχήν
κοινοτιστικό μόρφωμα, προσφέρει απλόχερα την αίσθηση του «ανήκειν». Τα μέλη της
ομάδας έχουν μεταξύ τους δεσμούς αίματος. Ένα παιδί, για παράδειγμα, στο
σχολείο που δεν είναι δημοφιλής για οποιοδήποτε λόγο, προσχωρώντας στη Χρυσή Αυγή αποκτά ταυτότητα και μια ολόκληρη
ομάδα προθύμων που θα τον υπερασπιστούν εάν υπάρξει ανάγκη. Ξαφνικά γίνεται
δυνατός. Δεν είναι μόνος. Οργανώνει από κοινού δράσεις. Αποκτά νέα οικογένεια.
Και δεδομένου το ότι η ΧΑ έχει γίνει trendy, γίνεται και δημοφιλής. Μια διαδικασία που περιγράφεται
εξαιρετικά στην ταινία «Το Κύμα».
Η ΧΑ λειτουργεί με όρους υποκουλτούρας (subculture). Έτσι λειτουργούν άλλωστε και άλλες
αντισυστημικές συλλογικότητες που θέλουν να προκαλέσουν το σύστημα – από τους
σκίνχεντς και τους πανκ μέχρι και τους radicals Muslims, οι ομάδες αυτές στις οποίες νέα
παιδιά ενστερνίζονται την πιο άσχημη όψη του μουσουλμανισμού και
ριζοσπαστικοποιούνται. Στην Αγγλία είναι ένα φαινόμενο εξαιρετικά έντονο. Δεν
πρόκειται για μετανάστες αλλά για άγγλους που ίσως να μην έχουν και καμία ρίζα
σε μουσουλμανικές χώρες.
Το μίσος προς έναν κοινό εχθρό είναι το βασικό συναίσθημα μεταξύ των
μελών της Χρυσής Αυγής. Και, ως γνωστόν,
το μίσος είναι πιο δυνατή «συγκολλητική ουσία» από ότι είναι η αγάπη ή η
ιδεολογία. Πόσο μάλλον όταν το μίσος και η βία εξυψώνονται στο όνομα της
εθνικής ανδρείας. Όπως ακριβώς πράττει η Χρυσή Αυγή, και όπως έπρατταν και στο
παρελθόν τα φασιστικά κόμματα.
Δεδομένης δε της ουσιαστικής κατάρρευσης
των κομμάτων που είχαν το ρόλο της ευρύτερης οικογένειας και δημιουργούσαν
δεσμούς αλληλεγγύης, η ΧΑ έχει όλο το πεδίο ελεύθερο. Και δεν είναι μόνο τα
κόμματα που έχουν καταρρεύσει. Και τα έθνη δεν έχουν τη στεγανή μορφή που είχαν,
αλλά ούτε και οι τοπικές κοινωνίες. Ίσως μόνο οι ποδοσφαιρικές ομάδες να
μπορούν να συγκριθούν με τους δεσμούς που δημιουργεί η ΧΑ αλλά αφενός πρόκειται
για μια παρωχημένη συλλογικότητα και
αφετέρου οι χούλιγκανς εφάπτονται με τη ΧΑ.
Ο φασισμός ήταν απάντηση στους φόβους του 20ου
αιώνα και σε αυτούς τους φόβους υποσχέθηκε θεραπεία. Γράφει ο R. Paxton, ο φόβος απέναντι στον ατομικισμό
και στην κατάρρευση του κοινωνικού συνόλου, απέναντι σε εθνικούς εχθρούς,
απέναντι στο φόβο της παρακμής ενός Έθνους.
Το μήνυμα που έστελναν οι φασίστες
είναι ότι το δημοκρατικό κράτος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στους φόβους και ότι μόνο οι φασίστες είναι αρκετά σκληροί
ώστε να σώσουν το έθνος. Ταυτοχρόνως προέβαλαν φρέσκα πρόσωπα με «καθαρά από
σκάνδαλα χέρια» σε ένα κόσμο κουρασμένο από το γερασμένο κράτος που δεν
κατάφερνε να βάλει σε τάξη τα πράγματα.
Όπως ακριβώς συμβαίνει και τώρα, απέναντι
στους φόβους του 21ου αιώνα.
Σε μια Ελλάδα που χάνει έδαφος και κεκτημένα, σε ένα πολιτικό σύστημα που
μοιάζει να μην μπορεί να διαχειριστή την κρίση άμεσα, έρχονται οι σκληροί της
Χρυσής Αυγής, υπόσχονται λύση, προσφέρουν βοήθεια και προστασία. Κοινοβουλευτικά
η παρουσία τους είναι αντισυστημική. Εσκεμμένα δεν ακολουθούν τους κανόνες του
Κοινοβουλίου και προσβάλουν τη Βουλή, που αμήχανα τους παρακολουθεί.
Προσπαθούν
να δείξουν ότι δεν έχουν σχέση με τους άλλους πολιτικούς και πως η Δημοκρατία
είναι
αδύναμη να τους αντιμετωπίσει και άρα ανίκανη να αντιμετωπίσει τα προβλήματα των πολιτών.
Η Χρυσή Αυγή, σε αυτή την ρευστή
πραγματικότητα που ζούμε, προσφέρει ασφάλεια.
Ενίοτε προσφέρει και χρήματα και
υπόσχεται και δουλειές. Και όπως εύγλωττα περιγράφει ο R. Paxton, ο Χίτλερ υποσχέθηκε δουλειές σε όλους και ίσως και να το
κατάφερε, αλλά δεν τους είχε πει ποιο θα ήταν το τίμημα.
Κι εδώ είναι το ζήτημα. Όλοι
πρέπει να αναλογιστούμε ποιο θα είναι το
τίμημα αυτής της αναζήτησης της ασφάλειας. Διότι δεν είναι υπάρχει πιο
επικίνδυνο μονοπάτι από αυτό της αναζήτησης της ασφάλειας. Πραγματικά ασφαλής
είναι αυτός που είναι κλειδωμένος σε ένα δωμάτιο. Στις δυτικές δημοκρατίες η ασφάλεια βρίσκεται
σε συνεχή σύγκρουση με την ελευθερία. Οι δυτικές δημοκρατίες δεν προσφέρουν
ασφάλεια. Αντιθέτως, στις δυτικές δημοκρατίες είναι δεδομένη η «κοινωνία του
ρίσκου» (risk society).
Προαπαιτούμενο για την άνοδο ενός
φασιστικού κόμματος είναι να μην αντιληφθούν εγκαίρως οι πολίτες το τίμημα της
ασφάλειας. Να μην φοβηθούν πως η φασιστική
βία μπορεί να στραφεί και εναντίον
των φιλήσυχων πολιτών.
Η φασιστική βία γίνεται αντιληπτή από τους φιλήσυχους πολίτες ως κάτι
απαραίτητο που πρέπει να το ανεχθούν προκειμένου να έχουν όλα τα άλλα αγαθά. Ιστορικά τα φασιστικά κινήματα δεν θα είχαν αναπτυχθεί
χωρίς την ανοχή των απλών ανθρώπων και των πολιτικών ελίτ. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα είναι η Νύχτα των Κρυστάλλων.
Το βράδυ εκείνο του 1938 δεν καταστράφηκαν μόνο μαγαζιά εβραίων αλλά και «αρείων»
γερμανών. Όμως δεν αντέδρασαν. Όπως δεν αντέδρασαν οι δικαστικές αρχές, οι πολιτικές
αρχές ή οι θρησκευτικές. Το ίδιο δεν συμβαίνει και στην Ελλάδα; Το διήμερο των
επιθέσεων, για παράδειγμα, στην Μιχαήλ Βόδα, οι φασίστες δεν έσπασαν μόνο
μαγαζιά αλλοδαπών αλλά και ελλήνων. Δεν διαταράχθηκαν μόνοι οι ζωές των
αλλοδαπών αλλά και των ελλήνων. Όμως δεν αντέδρασε κανείς από τους κατοίκους. Η
βία έγινε ανεκτή ως αναγκαίο κακό ώστε να εξασφαλιστεί η απαραίτητη ασφάλεια
και ήταν και κοινωνικά νομιμοποιημένη από τη στιγμή που στράφηκε κατά ενός δαιμονοποιημένου εσωτερικού εχθρού μας. Στην
προκειμένη περίπτωση εναντίων των μεταναστών. Τότε, εναντίων των Εβραίων. Η βία
αυτή όμως στρέφεται και κατά του «αποτυχημένου» κράτους, των πολιτικών, των
θεσμών και τις δημοκρατίες. Στην Ελλάδα,
όπως και στη Βαϊμάρη τότε.
Η ΧΑ κινείται έξυπνα. Δεν δείχνει
σημάδια ότι μπορεί αυτή η βία κάποτε να στραφεί και κατά της φιλήσυχης μεσαίας
τάξης. Οι επιθέσεις της είναι κυρίως συμβολικές και στοχευμένες. Όμως δεν θα αργήσει αυτή η στιγμή που θα
στραφεί εναντίων όλων. Ξεκίνησε από μετανάστες, στράφηκε κατά των ομοφυλόφιλων,
έπειτα κατά των πολιτικών, των δημοσιογράφων, των καλλιτεχνών που αρθρώνουν
διαφορετική άποψη. Και τα χειρότερα έπονται. Πάντα έτσι γίνεται. Όσο πιο αργά γίνει
αντιληπτό, τόσο πιο μεγάλο θα είναι το κακό και δύσκολη η αντιστροφή του.
***
Ας πάμε όμως λίγο πιο πίσω. Η
Χρυσή Αυγή είναι η απάντηση στην ανάγκη για ασφάλεια. Η ΧΑ ήρθε να καλύψει το
κενό που υπήρχε. Δεν το δημιούργησε το κενό και τις προϋποθέσεις.
Από καιρό είχαμε εντοπίσει τον
εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας. Κι όταν λέμε εκφασισμό εννοούμαι τη βία ή
την ανοχή στη βία, τη μη ανοχή στη διαφορετικότητα, την δημιουργία εσωτερικών εχθρών οι οποίοι
θεωρούνται ως οι υπεύθυνοι για όλα τα κακά κι όλα τα κρίματά μας. Αυτό που δεν
μπορούσαμε να αντιληφθούμε είναι το ΠΟΙΟΣ θα ικανοποιήσει αυτή την ανάγκη,
ΠΟΙΟΣ θα εκπροσωπήσει αυτό το ρεύμα.
Ήταν σαφές πως ο Καρατζαφέρης δεν
ήταν ο άνθρωπος. Το ΛΑΟΣ ήταν ένα μετριοπαθές κόμμα και ο Πρόεδρος του όσο και
να προσπαθούσε δεν έπειθε.
Για τη Χ.Α. υπήρξαν επιφυλάξεις,
όχι επειδή δεν έμοιαζαν ικανοί, και ο
Χίτλερ ηλίθιος («idiot»)
θεωρούνταν, αλλά λόγω των ισχυρών ταμπού της ελληνικής κοινωνίας απέναντι σε
χουντικά κόμματα. Η βία της Χρυσής Αυγής ήταν περιθωριακή και συμμορίτικη.
Συγκρούονταν μόνο με αναρχικούς και που
και που επιτίθονταν κάποιον μετανάστη.
Κάτι που δεν αφορούσε τον πολύ
κόσμο. Δεν μπορούσε να ενώσει και να συνεπάρει μεγάλες ομάδες πληθυσμού.
Το καίριο ερώτημα είναι ΠΟΤΕ και
ΓΙΑΤΙ η ΧΑ φεύγει από το περιθώριο, νομιμοποιείται και απενοχοποιείται κοινωνικά
Εδώ, σύμφωνα με τη δική μου μελέτη,
υπάρχουν κάποιοι κρίσιμοι σταθμοί. Έχει σημασία να τονιστεί πως ούτε καταδικάζουμε
τις δράσεις που νομιμοποίησαν τη Χρυσή Αυγή, ούτε δικαιολογούμε τη δράση της. Ο
στόχος είναι η κατανόηση για την από κοινού αντιμετώπιση.
Ένας πρώτος σταθμός είναι σίγουρα
ο Δεκέμβρης του 2008. Τότε για πρώτη
φορά, η βία που υπέβοσκε στην ελληνική κοινωνία εκφράστηκε και εκφράστηκε
άγρια. Δεν ήταν η επανάσταση των αναρχικών των Εξαρχείων. Ήταν η μαζική και
τυφλή αντίδραση της μεσαίας τάξης. Ήταν τα παιδιά αυτά των ακριβών σχολείων που
ένιωθαν να χάνεται η γη από τα πόδια τους, που βγήκαν στο δρόμο για να
φωνάξουν. Εκεί φάνηκε πως δεν υπήρχε
δύναμη να συγκρατήσει τον όχλο. Λίγο αργότερα, η οργή εκείνη κρύφτηκε, αλλά δεν
εξαλείφθηκε, λόγω των νέων φόβων που προστέθηκαν- ο φόβος της τρομοκρατίας και
ο φόβος από την επιδείνωσης της κρίσης. Όμως το 2008 έδωσε το μήνυμα: η ελληνική
κοινωνία είχε περάσει σε άλλο στάδιο, ήταν έτοιμη για τα πάντα. Η Δημοκρατία
αμφισβητούνταν. Πολλοί είδαν τα γεγονότα του 2008 και αρκετοί τα κατάλαβαν αλλά
δυστυχώς όχι αυτοί που είχαν την συντεταγμένη αρμοδιότητα. Η Χ.Α. είδε στα
γεγονότα του 2008 τη φοβισμένη μεσαία τάξη που ήθελε να κερδίσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ είδε
την οργή των νέων παιδιών ως πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί.
Κύλισε ο καιρός δίχως να
λαμβάνεται κανένα μέτρο και η κατάσταση επιδεινώνονταν. Η ΧΑ είχε καταφέρει ήδη
να κατακτήσει μια γειτονιά, τον Αγ. Παντελεήμονα. Τότε ήμασταν πολλοί αυτοί που
λέγαμε πως αν δεν τους σταματήσουμε τώρα, αν δεν ελέγξουμε την περιοχή δεν θα
μπορούμε να τους σταματήσουμε μετά. Όμως η περίοδος ήταν κάθε άλλο παρά ομαλή.
Και η αλήθεια είναι πως το κράτος (όχι η κυβέρνηση, αλλά το κράτος) δεν
θεωρούσε εχθρό τη Χ.Α. Από την άλλη οι αριστερές δυνάμεις, έριχναν λάδι στη
φωτιά με τα ραντεβού για μετωπικές συγκρούσεις.
Η μέρα σταθμός που έδωσε στη ΧΑ
τη δυνατότητα να βγει από τις κρυψώνες της και να αρθρώσει πρόταγμα που μας
αφορούσε τη μεσαία τάξη ήταν η Μαρφίν,
το 2010.
Η Μαρφίν και ο τρόπος που
χειρίστηκε η πολιτεία το τραγικό συμβάν της απώλειας τεσσάρων ανθρώπων έδωσε στη Χ.Α. τη δυνατότητα να βγουν μπροστά
και να αναλάβουν εργολαβικά την υπεράσπιση των αθώων θυμάτων. Το λάθος της
κυβέρνησης δεν ήναι μόνο ότι δεν προστάτευσε τις ζωές των ανθρώπων, αλλά και ότι
μετά έκανε πως δεν συνέβη τίποτα από τον φόβο να μην ποινικοποιηθεί το λαϊκό αριστερό
κίνημα. Και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ ποιούσε τη νήσσα, φοβούμενος ότι τυχόν καταγγελία
του εγκλήματος θα τον έθετε ενώπιο κάποιων ευθυνών του. Εξάλλου γενικά ο ΣΥΡΙΖΑ
έχει μια αδυναμία να καταγγείλει τη βία που συνοδεύει τη διαμαρτυρία. Η Μαρφίν
ξεχάστηκε την επόμενη ημέρα. Όχι από όλους. Πίσω από και πάνω στα λουλούδια που
άφηναν οι περαστικοί, το φασιστικό κίνημα οργανώνονταν. Σταμάτησαν να δέρνονται
στις γωνίες με τους αναρχικούς. Πλέον, συγκεντρώνονταν καθημερινά έξω από την
τράπεζα, στη Σταδίου, και πατώντας πάνω
στη μεγάλη αυτή ντροπή για τη χώρα μας, προπαγάνδιζαν.
Δεύτερος σταθμός: Κερατέα. Εκεί έγινε ο μεγάλος συμβιβασμός
μεταξύ ακροδεξιών/ χρυσαυγιτών και αναρχικών/αριστεριστών. Εκεί νομιμοποιήθηκε
η βία της ΧΑ υπό την αίρεση να είναι εναντίον του «κακού» κράτους. Εκεί η φασιστική βία βαφτίστηκε πολιτική βία.
Οι ευθύνες βαραίνουν φυσικά την τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ - ο ανένδοτος υπουργός
που ζήταγε να λυθεί το θέμα της Κερατέας μέσω ΜΑΤ που είχαν την εντολή να
δέρνουν τον κόσμο. Το «πολέμησα κι εγώ στην Κερατέα» προσέφερε συγχωροχάρτι
στους φασίστες.
Τρίτος σταθμός: Αγανακτισμένοι. Λίγο πριν όμως υπάρχει
ένας ενδιάμεσος σταθμός που έπαιξε σημαντικό ρόλο: η δολοφονία Καντάρη. Άλλη μια δολοφονία που ξεχάστηκε. Άλλη μια
δολοφονία που την ανέλαβε εργολαβικά η Χ.Α. Τα αντανακλαστικά όχι μόνο του
κράτους αλλά όλων, και των ΜΜΕ, ήταν θλιβερά. Εκείνη την περίοδο είχαμε στην
Ελλάδα την εμφάνιση του πρώτου «ηθικού πανικού» (moral panic) της μεταπολίτευσης.
Σύμφωνα με τις θεωρίες των
κοινωνιολόγων οι ηθικοί πανικοί δημιουργούνται «από πάνω» από την άρχουσα τάξη
και στη συνέχεια σχηματίζεται μια καταναγκαστική συναίνεση (coercive consensus) προς ένα σκληρό κράτος.
Στην περίπτωση τη δική μας όμως είχαν δύο ηθικούς πανικούς- ο ένας «από πάνω» εναντίων
των φασιστών που ξεκίνησαν πογκρόμ κατά των μεταναστών κι άλλος «από κάτω» από
τη βάση κατά των μεταναστών και της ανομίας. Επιβλήθηκε ο δεύτερος από τους
πολίτες. Και καθώς το κράτος δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει την ανάγκη των πολιτών
για ένα σκληρό κράτος, στράφηκαν κατά του ίδιου του κράτους λίγα μέτρα πιο πέρα
από το τραγικό συμβάν και μόλις τρείς βδομάδες μετά.
Το κάλεσμα για Αγανακτισμένους
στο Σύνταγμα ήρθε από τα ακροδεξιά και χρυσαυγίτικα sites. Αυτός ήταν και ο πρώτος πυρήνας
που στήθηκε εκεί. Στη συνέχεια ακολούθησε πλήθος ανθρώπων διαφορετικών
πολιτικών πεποιθήσεων. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι ότι ήταν και μέλη της ευρύτερης
Χρυσής Αυγής εκεί, κρατώντας ελληνικές σημαίες, μουντζώνοντας τους θεσμούς,
στήνοντας κρεμάλες, ενώ τριγύρω όλοι πανηγύριζαν και οι πολιτικοί ηγέτες της
Αριστεράς έβγαζαν πύρινους λόγους.
Τα γεγονότα της περιόδου των Αγανακτισμένων το καλοκαίρι του
2011 (δικαιολογημένα ή μη, δεν είναι το θέμα μας) - οι προπηλακισμοί των
πολιτικών, η απόλυτη αμφισβήτηση και απαξίωση των δημοκρατικών θεσμών και του
δημοκρατικού πολιτεύματος, οι συνεχείς διαδηλώσεις με καταστροφές ιδιωτικής και
δημόσιας περιουσίας, η αδυναμία του κράτους να τους αντιμετωπίσει, αλλά και εν
τέλει η αποτυχία του κινήματος των αγανακτισμένων να οργανωθούν και να
αρθρώσουν μια εφαρμόσιμη πρόταση- έστρωσε το χαλί για την άρση των κοινωνικών δισταγμών απέναντι στη Χρυσή Αυγή. Σε αυτό βοήθησε
και η εμφάνιση άλλων «δημοκρατικών» κομμάτων που είχαν ομοιότητες με το λόγο
της Χρυσής Αυγής όσον αφορά στην απαίτηση για εθνική αναγέννηση, στη λεβεντιά
της ελληνικής φυλής και στην αμφισβήτηση
της δημοκρατίας προσομοιάζοντάς την με χούντα, όπως το κόμμα των Ανεξάρτητων
Ελλήνων, η Σπίθα και κάποιες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ.
Πάνω από 600 περιστατικά
πολιτικής βίας καταγράφηκαν από τα τέλη Ιουνίου 2011 έως τις εκλογές του
Ιουνίου 2012. Η βία έγινε μέρος της καθημερινότητάς μας και νόμιμη λαϊκή
αντίδραση.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι και στους τρείς σταθμούς
ανάδυσης του φαινομένου της Χρυσής Αυγής (Μαρφίν, Κερατέα και Αγανακτισμένοι)
πρωτοστάτησε η ακραία Αριστερά (συνιστώσες ΣΥΡΙΖΑ και αριστεριστές)
δημιουργώντας τον ιδανικό βιότοπο για την εξάπλωση και καθιέρωση της Χρυσής
Αυγής, ανοίγοντας κυριολεκτικά το δρόμο για την πολιτική της καθιέρωση. Όπως
και δεν είναι τυχαίο πως αυτοί οι τρείς σταθμοί συν το 2008 θεωρούνται ταμπού
από την Αριστερά.
Από κει και πέρα, στην μακρά
προεκλογική περίοδο αλλά και αργότερα, δεν ήταν καθόλου λίγες οι φορές που οι
Ανεξάρτητοι Έλληνες και ο ΣΥΡΙΖΑ κατέβαιναν μαζί σε πορείες με τη Χ.Α.,
προσφέροντας της επιπλέον κοινωνική νομιμοποίηση, μια και ο εχθρός ήταν ένας
και πρωτίστως το Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Άλλωστε αυτό είχε συμβεί και στη Δημοκρατία
της Βαϊμάρης: Το KPD πεπεισμένο ότι το SPD ήταν
εχθρός, και επειδή συναγωνίζονταν τους ναζί για το ποιος θα κερδίσει την ίδια
ομάδα των ανέργων, έφτασε στο σημείο να συνεργαστεί μαζί τους σε λευκή απεργία
κατά του συστήματος συγκοινωνιών του Βερολίνου το Νοέμβριο του 1932.
Η βία πλέον της Χρυσής Αυγής
είναι κοινωνικά νομιμοποιημένη καθώς δεν έκαναν κάτι διαφορετικό από ότι όλα τα
άλλα «δημοκρατικά» λαϊκά κόμματα. Επιπλέον η Χ.Α. εμφανίζεται ως η άμεμπτη
δύναμη. Μια και από όλους τους άλλους που έλεγαν και λένε τα ίδια, μόνο η Χ.Α.
μπορεί να αρθρώσει τον αυθεντικό λόγο. Κάθε μέρα που περνάει η Χ.Α. εμφανίζεται
όλο και πιο δελεαστική καθώς αποτελεί το
ιδανικό μέσο για να αποτινάξουμε από πάνω μας τον «αφόρητο» πολιτισμό και τα
όρια που επιβάλει αυτός. Το τέρας έχει ξυπνήσει και πάλι.
Στην ερώτηση και τώρα τι κάνουμε,
η απάντηση είναι ότι πρώτα αντιλαμβανόμαστε, και πρωτίστως τα κόμματα, τι
συμβαίνει και που μας έχουν οδηγήσει οι μικροκομματικοί μανιχαϊστικοί
διαχωρισμοί: κακοί μνημονιακοί και καλοί μνημονιακοί. Έπειτα αποφασίζουμε να
αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο αυτό όλοι μαζί. Όλοι οι δημοκράτες μαζί, βάζοντας
στην άκρη τις κομματικές βλέψεις. Και αυτό είναι μια απόφαση που πρέπει να
πάρει κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ. Διαφορετικά η φασιστική φωτιά, θα μας κάψει όλους.