Τα έφερε έτσι η τύχη ώστε τις ημέρες των γιορτών να διαβάσω την
αυτοβιογραφία του μεγάλου αυστριακού συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ, «Ο Κόσμος του
Χθες» και οι συνειρμοί για την περίοδο που ζούμε ήταν αναπόφευκτοι.
Η αυτοβιογραφία του Στέφαν Τσβάιχ δεν αφορά τον ίδιο, δεν αφορά το έργο
του και τη ζωή του, ελάχιστες είναι οι προσωπικές αναφορές, αλλά την απεικόνιση
ενός κόσμου που χάνεται, ενός κόσμου που χάθηκε, του Ευρωπαϊκού, δίχως κανείς
να είχε ποτέ σκεφτεί πως θα μπορούσε να συμβεί αυτό. Κι αυτός είναι ο λόγος που
αποφασίζει να γράψει την αυτοβιογραφία του. Εξ ου και η αγωνία του λίγες ώρες
πριν δώσει τέλος στη ζωή του, το 1942, να μην χαθεί το χειρόγραφό του όπως
γράφει στην τελευταία του επιστολή προς φίλο του, από την Πετρόπολη της
Βραζιλίας που βρίσκεται εξόριστος. «Αν με αυτή τη μαρτυρία μας κατορθώσουμε να
μεταβιβάσουμε στην επόμενη γενιά έστω κι ένα ελάχιστο κομμάτι της αλήθειας που
διασώθηκε από τα χαλάσματα του οικοδομήματος της κοινωνίας, αυτό σημαίνει πως ο
μόχθος μας δεν ήταν ολότελα μάταιος» γράφει στις πρώτες σελίδες του έργου του.
Ενός έργου στο οποίο μιλάει για την μεγαλύτερη πανώλη όλων των εποχών, τον
εθνικισμό, που «έφτασε να δηλητηριάσει την ακμή του ευρωπαϊκού μας πολιτισμού»
και της «φοβερής υστερία του μίσους».
Σχεδόν 70 χρόνια μετά, η Ευρώπη αντιμετωπίζει την μεγαλύτερη απειλή από
τον Β’ΠΠ: η άνοδος του αντιευρωπαϊσμού, του εθνικολαϊκισμού, των ακροδεξιών, η
τυφλή τρομοκρατία, το Brexit, και από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού η εκλογή
του Τράμπ σημαίνουν σήματα πρωτοφανούς κινδύνου για το μέλλον και την ίδια την
ύπαρξη της Ευρώπης που διαρκώς αυξάνουν. Κι όλοι κωφεύουμε. Όπως και τότε.
Κωφεύουμε γιατί, όπως και τότε, δεν πιστεύουμε πως ο κίνδυνος είναι
υπαρκτός. Με μια αφελή πίστη πως δεν είναι δυνατόν να καταρρεύσει η Ευρωπαϊκή
Ένωση τόσων ετών, λησμονώντας συνειδητά πως έχουν διαλυθεί πολύ πιο ισχυρές και
πολύ πιο παλαιές δομές με ολέθριες συνέπειες. Και άρα έχουμε την πολυτέλεια να
την αμφισβητούμε, να την πολεμάμε ή έστω να την αφήνουμε απροστάτευτη.
Ο Στέφαν Τσβάιχ, περιγράφει ανάγλυφα ως ένας Βιενέζος πολίτης της
Ευρώπης τα χρόνια πριν από τον Α΄ΠΠ ως τα χρόνια «της ασφάλειας» πού όμως
αποδείχθηκαν ένα «άδειο πήλινο βάζο», όπως γράφει, «με το που έπεσε ο
πυροβολισμός στο Σεράγεβο το 1914». Τίποτα δεν έμεινε για να θυμίζει. Και το
ένα μεγάλο έγκλημα έφερε το άλλο μεγάλο έγκλημα. «Η κουλτούρα μας, ο πολιτισμός
μας, είναι μονάχα ένα λεπτό επίστρωμα, το οποίο μπορεί ανά πάσα στιγμή να
διαπεραστεί από τις καταστροφικές δυνάμεις του υποκόσμου» γράφει παραπέμποντας
στα λεγόμενα του Φρόιντ.
Κωφεύουμε και γιατί δεν έχουμε εμπιστοσύνη στους πολιτικούς, όπως και
τότε. Οι πολιτικοί σε όλο τον δυτικό κόσμο αμφισβητούνται. Οι πολίτες δεν έχουν
εμπιστοσύνη στους πολιτικούς και τα «παλαιά πολιτικά συστήματα» και αναζητούν
άλλους τρόπους «εναλλακτικούς» για να εκφράσουν δυσαρέσκεια ή οργή, όπως και
τότε. Ότι πιο παράλογο, ότι πιο γελοίο γίνεται όχημα δυσαρέσκειας και
κινηματική επιλογή, η μόνη αλήθεια η οποία υιοθετείται τυφλά και μαζικά, όπως
και τότε. Ο Στέφαν Τσβάιχ περιγράφει αναλυτικά πως ο δρόμος προς τον Β’ ΠΠ
στρώθηκε από την απαξίωση των πολιτικών και του λόγου που έφερε ο Α’ ΠΠ. «Στα
1939 δεν υπήρχε κανείς πολιτικός που να απολαμβάνει το σεβασμό του λαού»
γράφει, κάτι που άνοιξε το δρόμο προς τον Χίτλερ.
Κι αυτό το φαινόμενο δεν αφορά, όπως και δεν αφορούσε, μόνο τους
πολιτικούς αλλά όποιον φέρει δημόσιο λόγο ευθύνης. Στο προειδοποιητικό άρθρο του ο Στίβεν Χόκινγκ πριν
λίγες μέρες, αναφέρεται στην αδυναμία των ελίτ να επηρεάσουν τις καταστροφικές
επιλογές των πολιτών: «Είχα προειδοποιήσει πριν από τη ψηφοφορία για το Brexit,
ότι θα βλάψει την επιστημονική έρευνα στη Βρετανία, ότι μία ψήφος για αποχώρηση
θα είναι ένα βήμα προς τα πίσω, και το εκλογικό σώμα -ή τουλάχιστον ένα αρκετά
σημαντικό ποσοστό του- δεν έδωσε περισσότερη σημασία σε μένα από ό,τι σε
οποιονδήποτε από τους άλλους πολιτικούς ηγέτες, συνδικαλιστές, καλλιτέχνες,
επιστήμονες, επιχειρηματίες και προσωπικότητες, όλοι οι οποίοι έδωσαν την ίδια
συμβουλή που αγνοήθηκε στην υπόλοιπη χώρα» γράφει. Και πράγματι, τόσο στη
Βρετανία όσο και στις ΗΠΑ σχεδόν όλοι οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών,
οι διανοούμενοι, τα αξιόπιστα ΜΜΕ εξηγούσαν τις ολέθριες συνέπειες του Brexit
και της εκλογής Τράμπ, αλλά αυτό δεν στάθηκε ικανό για να σταματήσει την
περίφημη «οργή του λαού» στο να προβεί στην καταστροφική επιλογή, όπως και
τότε.
Η «οργή του λαού» που δεν είναι παρά ένα εργαλείο όσων πίστευαν και
πιστεύουν πως «όσο χειρότερα πάνε τα πράγματα για τη χώρα, τόσο το καλύτερο για
εμάς» όπως γράφει ο Στέφαν Τσβάιχ μιλώντας για τον «ψευτοηρωισμό» διαφόρων της
περιόδου εκείνης. Αυτόν τον «ψευτοηρωισμό» που τον βλέπουμε ανάγλυφα σε όλη την
Ευρώπη αλλά και οπωσδήποτε στη χώρα μας. «Πόσο εύκολο είναι να πετυχαίνει
κανείς κάτι χρησιμοποιώντας το μίσος» γράφει ο Τσβάιχ και αναπόφευκτα κανείς
θυμάται την «υστερία του τυφλού μίσους» που τόσο έντονα έζησε η χώρα μας το
διάστημα 2010 – 2014 μόνο και μόνο για να παραδοθεί πρώτη από όλες τις άλλες
χώρες στα χέρια ημιπαραφρόνων που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η διατήρηση
της εξουσίας εις βάρος της πατρίδας και των πολιτών.
Ο Τσβάιχ μιλά για το «οργανωμένο ψέμα» που ποδοπάτησε το λόγο τα χρόνια
εκείνα όταν «ο Χίτλερ έκανε το ψέμα αυτονόητο και την απανθρωπιά νόμο» και
σήμερα με μεγάλη καθυστέρηση ο δυτικός κόσμος δίνει μια άνιση μάχη με
αλγόριθμους στο facebook για να αντιμετωπίσει τα περίφημα «fake news» που έχουν
τη δύναμη να επηρεάζουν σε συντριπτικό βαθμό ακόμα και την εκλογή του Προέδρου
των ΗΠΑ ή μια ολόκληρη εθνική στρατηγική, για να έρθουμε στα δικά μας.
Λησμονώντας πως πίσω από την υιοθέτηση του ψέματος υπάρχουν οι «υπαίτιοι». Και
υπαίτιοι δεν είναι μόνο όσοι διοχετεύουν το ψέμα, διαστρεβλώνοντας τη λογική
και την αλήθεια αλλά και «εμείς οι ίδιοι που δεν ορθώσαμε το ανάστημά μας
εναντίον τους» όπως γράφει ο συγγραφέας αναφερόμενος στους υπαίτιους του τότε.
«Η Ευρώπη ήταν καταδικασμένη να βαδίσει προς το θάνατο εξαιτίας της
δική της και μόνο παραφροσύνης, η Ευρώπη, η αγία μας πατρίδα, η κοιτίδα και ο
Παρθενώνας του δυτικού μας πολιτισμού» γράφει στις τελευταίες σελίδες της
αυτοβιογραφίας του ο Τσβάιχ και διαβάζοντας τη φράση αυτή αναρωτιέμαι όχι μόνο
αν η Ιστορία επαναλαμβάνεται αλλά και πόσοι θα ήταν αυτοί σήμερα που θα γέλαγαν
χλευάζοντας τη φράση αυτή όχι από κραταιά πεποίθηση ότι αυτό δεν πρόκειται να
συμβεί αλλά από τυφλωμένη και ανεπίγνωστη επιθυμία αυτό να συμβεί. Πάρα πολλοί,
φοβάμαι.
Και όχι δεν ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν πως η Ιστορία επαναλαμβάνεται,
αλλά δεν ανήκω και σε αυτούς που με περισσή αφέλεια κι αμεριμνησία είναι
βέβαιοι πως η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, κυρίως όταν τα σημεία των καιρών
φωνάζουν.
Ο αγώνας «ενάντια στη προδοσία της λογικής, που είχε πέσει θύμα του
μαζικού πάθους των καιρών» είναι και πάλι ανάγκη.